Ανθρώπινη δουλεία

W. SOME R S E T MAUGHAM 16 τις κουρτίνες. Ακούμπησε το αυτί του στο πάτωμα και αφου­ γκράστηκε το κοπάδι των βούβαλων που κάλπαζε στο βάθος της πεδιάδας. Αμέσως μετά, καθώς άκουσε την πόρτα που άνοιγε, κράτησε την ανάσα του τόσο ώστε να μην τον πάρουν χαμπάρι, αλλά ένα χέρι τράβηξε απότομα μια καρέκλα και τα μαξιλάρια σωριάστηκαν καταγής. «Αχ, παλιόπαιδο, η μις Γουότκιν θα θυμώσει μαζί σου!» «Γεια σου, Έμα!» της είπε. Η νταντά έσκυψε και τον φίλησε κι έπειτα τίναξε ένα ένα τα μαξιλάρια, τοποθετώντας τα πάλι στη θέση τους. «Θα πάω σπίτι μου;» τη ρώτησε. «Ναι, ήρθα να σε πάρω». «Φοράς καινούριο φουστάνι». Ήταν χίλια οχτακόσια ογδόντα πέντε κι εκείνη φορούσε κορσέ. Το φόρεμά της ήταν φτιαγμένο από μαύρο μετάξι, με στενά μανίκια και ριχτούς ώμους, και η φούστα είχε τρεις μεγάλους φραμπαλάδες. Φορούσε μαύρο σκουφί μπονέ με βε­ λούδινες κορδέλες. Εκείνη δίστασε. Η ερώτηση που ήλπιζε να ακούσει δεν είχε ακουστεί κι έτσι δεν μπορούσε να δώσει την απάντηση που είχε προετοιμάσει. «Δε θα ρωτήσεις τι κάνει η μαμά σου;» του είπε τελικά. «Α, το ξέχασα. Τι κάνει η μαμά;» Τώρα εκείνη ήταν έτοιμη. «Η μαμά σου είναι καλά και χαρούμενη». «Α, ωραία». «Η μαμά σου όμως έχει πάει ταξίδι. Δε θα την ξαναδείς». Ο Φίλιπ δεν κατάλαβε τι σήμαινε αυτό. «Γιατί;» «Η μαμά σου είναι στον παράδεισο». Εκείνη άρχισε να κλαίει και ο Φίλιπ, μολονότι δεν πολυκα­ ταλάβαινε, έβαλε επίσης τα κλάματα. Η Έμα ήταν μια ψηλή, βαρυκόκαλη γυναίκα, με ξανθά μαλλιά και έντονα χαρακτη

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=