Ανθρώπινη δουλεία

W. SOME R S E T MAUGHAM 14 «Αχ, μη μου τον πάρετε ακόμα» παραπονέθηκε εκείνη. Δίχως ν’ απαντήσει, ο γιατρός την κοίταξε σκυθρωπός. Γνωρίζοντας ότι δε θα της επιτρεπόταν να κρατήσει το παιδί για πολύ ακόμα, η γυναίκα το ξαναφίλησε και χάιδεψε το κορ­ μί του με το χέρι της μέχρι που έφτασε στα πόδια, κρατώντας το δεξί του πόδι στο χέρι της και ψηλαφώντας τα δαχτυλάκια του κι έπειτα αγγίζοντας αργά και το αριστερό του. Την πήραν τα κλάματα. «Τι συμβαίνει;» είπε ο γιατρός. «Είστε κουρασμένη». Εκείνη κούνησε το κεφάλι, ανήμπορη να μιλήσει, και δά­ κρυα κύλησαν στα μάγουλά της. Ο γιατρός έσκυψε από πάνω της. «Αφήστε με να τον πάρω». Ήταν πολύ αδύναμη για να αντισταθεί στην πρότασή του και του έδωσε το παιδί. Ο γιατρός το έδωσε στη νοσοκόμα. «Καλύτερα να τον ξαναπάτε στο κρεβάτι του». «Μάλιστα, κύριε». Το αγοράκι, κοιμισμένο ακόμα, το πήραν από κει. Η μη­ τέρα του έκλαιγε τώρα σε απόγνωση. «Τι θ’ απογίνει το καημένο;» Η νοσοκόμα του μήνα προσπάθησε να την ησυχάσει και προς στιγμήν, λόγω της εξάντλησης, το κλάμα υποχώρησε. Ο γιατρός πήγε στο τραπέζι στην άλλη πλευρά του δωματίου, όπου, κάτω από μια πετσέτα, βρισκόταν το κορμί ενός μωρού που είχε γεννηθεί πεθαμένο. Σήκωσε την πετσέτα και το κοί­ ταξε. Ένα παραπέτασμα το έκρυβε απ’ το κρεβάτι, αλλά η γυναίκα μπορούσε να μαντέψει τι έκανε εκείνος. «Ήταν αγόρι ή κορίτσι;» ψιθύρισε η γυναίκα στη νοσοκόμα. «Αγόρι κι αυτό». Η γυναίκα δεν αποκρίθηκε. Κάποια στιγμή, η νταντά του παιδιού επέστρεψε. Πλησίασε στο κρεβάτι. «Ο νεαρός κύριος Φίλιπ δεν ξύπνησε» είπε.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=