Ανθρώπινη δουλεία

1 Η μέρα ξεπρόβαλε γκρίζα και μουντή. Τα σύννεφα κρέμο­ νταν βαριά και υπήρχε κάτι νωπό στον αέρα που προμή­ νυε χιόνι. Μια υπηρέτρια μπήκε στο δωμάτιο όπου κοιμόταν ένα παιδί και τράβηξε τις κουρτίνες. Έριξε μια μηχανική ματιά στο απέναντι σπίτι, ένα σοβατισμένο κτίριο με βεράντα, και κατευθύνθηκε στο κρεβάτι του παιδιού. «Ξύπνα, Φίλιπ» είπε. Τράβηξε τα σκεπάσματα, τον πήρε αγκαλιά και τον κουβά­ λησε στο κάτω πάτωμα. Ήταν ακόμα μισοκοιμισμένος. «Σε θέλει η μητέρα σου» του είπε. Άνοιξε την πόρτα ενός δωματίου στο κάτω πάτωμα και πή­ γε το παιδί στο κρεβάτι όπου βρισκόταν ξαπλωμένη μια γυναί­ κα. Ήταν η μητέρα του. Εκείνη άπλωσε τα χέρια της και το παιδί βολεύτηκε στο πλευρό της. Δε ρώτησε γιατί τον είχαν ξυπνήσει. Η γυναίκα τον φίλησε στα μάτια και με τα λεπτά μικρά της χέρια ένιωσε το ζεστό κορμί του μέσα απ’ το φανε­ λένιo του νυχτικό. Τον τράβηξε ακόμα πιο κοντά της. «Νυστάζεις, καλό μου;» του είπε. Η φωνή της ήταν τόσο αδύναμη, που έμοιαζε να ακούγε­ ται από πολύ μακριά. Το παιδί δεν απάντησε, χαμογέλασε μονάχα μες στη βολή του. Ένιωθε πολύ όμορφα στο μεγάλο ζεστό κρεβάτι, μ’ εκείνα τα απαλά χέρια τυλιγμένα γύρω του. Προσπάθησε να κουλουριαστεί ακόμα περισσότερο στην αγκαλιά της μάνας του κι εκείνη τον φίλησε νυσταγμένα. Μέσα σε μια στιγμή είχε κλείσει και πάλι τα μάτια του κι είχε αποκοιμηθεί. Ο γιατρός προχώρησε και στάθηκε πλάι στο προσκέφαλο.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=