Ανθρώπινη δουλεία

W. SOME R S E T MAUGHAM 34 μονάχα αμυδρά τι συζητούσαν ούτε μπορούσε να καταλάβει γιατί εκείνα τα λόγια είχαν παραμείνει στη μνήμη του. «Ήθελα να έχει το παιδί κάτι από μένα να θυμάται όταν μεγαλώσει». «Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί παρήγγειλε μια ντουζίνα» είπε ο κύριος Κάρεϊ. «Και δύο μονάχα θα ήταν αρκετές». 6 Σ το πρεσβυτέριο η κάθε μέρα ήταν όμοια με την προηγού­ μενη. Αμέσως μετά το πρωινό, η Μέρι Αν έφερνε τους Times . Ο κύριος Κάρεϊ τους μοιραζόταν με δύο γείτονες. Εκείνος κρα­ τούσε την εφημερίδα από τις δέκα έως τη μία, οπότε ο κηπου­ ρός την πήγαινε στον κύριο Έλις στο Λάιμ, όπου παρέμενε έως τις εφτά· τότε την έπαιρνε η μις Μπρουκς, στο αρχοντικό της περιοχής, κι αφού την παραλάμβανε αργά, είχε το προνόμιο να την κρατάει για τον εαυτό της. Το καλοκαίρι η κυρία Κάρεϊ, όταν έφτιαχνε μαρμελάδα, πολλές φορές της ζητούσε κανένα τεύχος για να σκεπάσει τα τσουκάλια με τις σελίδες. Όταν ο εφημέριος καθόταν να τη διαβάσει, η σύζυγός του έβαζε τη σκούφια της κι έβγαινε για ψώνια. Ο Φίλιπ τη συνόδευε. Το Μπλάκστεϊμπλ ήταν ένα ψαροχώρι. Αποτελούνταν από έναν κεντρικό δρόμο όπου υπήρχαν τα καταστήματα, η τράπεζα, το σπίτι του γιατρού και δύο-τριών ιδιοκτητών καρβουνιάρικων πλοίων, γύρω από το μικρό λιμάνι και τα φτωχικά δρομάκια όπου έμεναν οι ψαράδες και οι άλλοι φτωχοί· ωστόσο, αφού αυτοί εκκλησιάζονταν στο τοπικό παρεκκλήσι, δεν είχαν και πολλή σημασία. Όταν η κυρία Κάρεϊ συναντούσε τους αντα­ γωνιστές εφημέριους στον δρόμο, άλλαζε πεζοδρόμιο, ώστε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=