Ανθρώπινη δουλεία

W. SOME R S E T MAUGHAM 32 Μια μέρα η κυρία Κάρεϊ ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, νιώ­ θοντας κάπως καλύτερα απ’ ό,τι συνήθως, και ο γιατρός στην πρωινή του επίσκεψη είχε ακουστεί πιο αισιόδοξος· η Έμα είχε βγάλει έξω το παιδί και οι υπηρέτριες βρίσκονταν στο υπόγειο· ξαφνικά η κυρία Κάρεϊ ένιωσε απελπιστικά μονάχη μες στον κόσμο. Την κυρίευσε ένας μεγάλος φόβος ότι δεν επρόκειτο να συνέλθει από τον εγκλεισμό που αναμενόταν την επομένη. Ο γιος της ήταν εννιά χρονών. Πώς θα ήταν δυνατό να τη θυμάται; Δεν άντεχε στη σκέψη ότι θα μεγάλωνε και θα την ξεχνούσε, ότι θα την ξεχνούσε τελείως· και τον αγαπούσε με τέτοιο πάθος, επειδή ήταν αδύναμος και παραμορφωμένος κι επειδή ήταν το παιδί της. Δεν είχε βγάλει δικές της φωτο­ γραφίες μετά τον γάμο της, δέκα χρόνια πριν. Ήθελε ο γιος της να γνωρίζει πώς έμοιαζε στο τέλος της ζωής της. Έτσι δε θα τη λησμονούσε, τουλάχιστον όχι εντελώς. Ήξερε ότι αν καλούσε την καμαριέρα της και της έλεγε ότι ήθελε να σηκω­ θεί, εκείνη θα την εμπόδιζε, ίσως και να ειδοποιούσε τον γιατρό, κι αυτή δεν είχε τη δύναμη να παλέψει ή να τσακωθεί. Σηκώθηκε από το κρεβάτι κι άρχισε να ντύνεται. Ήταν τόσον καιρό ξαπλωμένη, που τα πόδια της υποχώρησαν, και οι πα­ τούσες της ήταν τόσο μουδιασμένες, που μόλις και κατάφερ­ νε να τις ακουμπήσει στο πάτωμα. Αλλά συνέχισε. Είχε ξεσυ­ νηθίσει να χτενίζει η ίδια τα μαλλιά της και καθώς σήκωσε τα χέρια για να τα στρώσει, αισθάνθηκε αδυναμία. Δε θα μπο­ ρούσε να τα κάνει όπως τα έκανε η υπηρέτρια. Ήταν ωραία μαλλιά, πολύ απαλά, με ένα πλούσιο, βαθύ χρυσό χρώμα. Τα φρύδια της ήταν ίσια και σκούρα. Φόρεσε μια μαύρη φούστα, αλλά διάλεξε το πάνω μέρος από ένα βραδινό φόρεμα που της άρεσε πιο πολύ: ήταν φτιαγμένο από λευκό δαμασκηνό ύφα­ σμα, της μόδας την εποχή εκείνη. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Το πρόσωπό της ήταν κατάχλωμο, αλλά η επιδερμίδα της κα­ θαρή: ποτέ της δεν είχε ζωηρό χρώμα, πράγμα που τόνιζε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=