Ανθρώπινη δουλεία

W. SOME R S E T MAUGHAM 30 χρήματα. Τα ξόδευε απλόχερα. Όταν ο εφημέριος αποφάσισε να ανακαινίσει την εκκλησία και του ζήτησε μια συνδρομή, έλαβε κατάπληκτος το ποσό των διακοσίων λιρών: ο κύριος Κάρεϊ, σφιχτοχέρης λόγω ιδιοσυγκρασίας και οικονόμος λόγω συνθηκών, τη δέχτηκε με ανάμεικτα συναισθήματα· ζήλευε που ο άλλος μπορούσε να προσφέρει τόσα, ωστόσο χαιρόταν εκ μέρους του ποιμνίου του, ενώ ήταν ελαφρώς ενοχλημένος από μια γενναιοδωρία που έδειχνε σχεδόν επιδεικτική. Έπειτα ο Χένρι Κάρεϊ παντρεύτηκε μια ασθενή του, ένα όμορφο αλλά αδέκαρο κορίτσι, ορφανό και δίχως στενούς συγγενείς αλλά κα­ λής οικογενείας, και στον γάμο τους εμφανίστηκαν κάμποσοι αξιόλογοι φίλοι. Στις επισκέψεις του σ’ εκείνη όταν ταξίδευε στο Λονδίνο, ο εφημέριος την αντιμετώπιζε με επιφύλαξη. Μπροστά της ένιωθε ντροπή και μέσα του αντιδρούσε στην ομορφιά της: ντυνόταν με μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια από αυ­ τήν που άρμοζε στη σύζυγο ενός σκληρά εργαζόμενου χειρουρ­ γού, και τα χαριτωμένα έπιπλα του σπιτιού της, τα λουλούδια ανάμεσα στα οποία ζούσε ακόμα και τον χειμώνα, υπαινίσσο­ νταν μια σπατάλη που εκείνος απεχθανόταν. Την είχε ακούσει να μιλάει για διασκεδάσεις στις οποίες πήγαινε και, όπως έλεγε στη γυναίκα του όταν επέστρεφε στο σπίτι, ήταν αδύνατο για κείνον να δέχεται τη φιλοξενία της δίχως την υποχρέωση να την ανταποδώσει. Είχε δει σταφύλια στον χώρο αναμονής, που θα ’πρεπε να κοστίζουν τουλάχιστον οχτώ σελίνια η λίβρα· και στο γεύμα τού είχαν προσφέρει σπαράγγια, δύο μήνες πριν από τον καιρό της ωρίμανσης στο περιβόλι του πρεσβυτέριου. Τώρα που όλα όσα είχε προβλέψει συνέβησαν τελικά, ο εφημέριος ένιωθε την ικανοποίηση του προφήτη, βλέποντας τη φωτιά και το θειάφι να κατακαίνε την πόλη που είχε αγνοήσει τις συστάσεις του. Οκαημένος ο Φίλιπ ήταν στην ουσία απένταρος και τι αξία είχαν τώρα οι αξιόλογοι φίλοι της μάνας του; Είχε ακούσει ότι οι σπατάλες του πατέρα του έφταναν σε εγκληματικά όρια και

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=