Ανθολογία διηγημάτων

16 ΤΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ ΤΟΥ ΚΕΝΤΑΥΡΟΥ Ας ήταν απόψε, που έχει τόση γαλήνη, να νιώσει επιτέλους μια δύναμη ανοδική, τούτον τον κόσμο να βουλιάζει κάτω απ’ τα πόδια του, ας ήταν απόψε που έχει γαλήνη και πανσέληνο! Γαλήνη και πανσέληνο είχε και τη βραδιά που μ’ ένα δέμα στο χέρι τραβούσε για τον σιδηροδρομικό σταθμό. Δεν δέ- χτηκε να τον συνοδέψει κάνεις. Προφασίστηκε πως βιαζό- ταν και σηκώθηκε ξαφνικά να τους χαιρετήσει. Πιότερη δυ- σκολία βρήκε με τη μητέρα του που του ’χε καρφώσει δυο ανήσυχα μάτια κι επέμενε να τον πάει ως τον σταθμό. Μα τελικά την έπεισε να μείνει. Όσο για τον πατέρα του, σηκώ- θηκε αργά απ’ την πολυθρόνα και του ’σφιξε με μια ψυχρή εγκαρδιότητα το χέρι. Είχε ένα γκρίζο σιδερένιο βλέμμα. Το ίδιο βλέμμα που είχε και την προηγούμενη βραδιά, όταν η μητέρα του μπήκε ανήσυχη στο γραφείο του και τον παρακά- λεσε να κάνει κάτι που επιτέλους δεν θα ήταν και παράνομο. «Πρέπει να το καταλάβεις πως δεν μπορώ» είπε. «Εξάλ- λου ας πούμε πως δεν θα ’ναι ολωσδιόλου ανώφελο γι’ αυ- τόν, αφού είναι ο μόνος τρόπος ν’ αποσυρθεί απ’ τη ζωή της νύχτας – που ένας Θεός ξέρει τι λογής είναι». Στ’ αλήθεια ήταν βραδιές που ριχνόταν μ’ απελπισία στην κραιπάλη των καμπαρέ και συχνά τον έβρισκε η μέρα να φυ- σά με αδειανά πλεμόνια το σαξόφωνό του. «Σκέψου πόσο επικίνδυνο είναι γι’ αυτόν» επέμεινε η μη- τέρα του. «Σκέψου την υγεία του…Δεν θα τον ξαναδούμε…» «Μα επιτέλους στρατηγός είμαι, κατάλαβέ το!» φώναξε σφίγγοντας τα χείλη του και το γκρίζο του βλέμμα είχε στυ- λωθεί στο αντικρινό παράθυρο.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=