Ανθολογία διηγημάτων

20 ΤΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ ΤΟΥ ΚΕΝΤΑΥΡΟΥ σους των σπιτιών τους και να ’ρχονται για να βυθιστούν για λίγο στα οράματα του χασίς. «Τόσο παράλογα!» είπε φωναχτά ο Μιχάλης. «Τι λες;» «Για τα κάδρα λέω. Πως είναι παράλογο να φαίνονται έτσι μεγάλα». Ύστερα σώπασε, αφουγκράστηκε και φάνηκε κάτι να ψάχνει κάτω από το μαξιλάρι του. Γύμνωσε τη λόγχη και προχώρησε ακροπατώντας προς τη γωνιά, κοντά στη θύρα, όπου διαγράφονταν μια σκούπα, ακουμπισμένη όρθια στον τοίχο. «Τι είναι;» τον ρώτησε ο άλλος. Του ’κανε νόημα να σωπάσει και κάρφωσε με μανία τη λόγχη του στη σκούπα, ενώ συγχρόνως ακούστηκε θόρυβος σ’ εκείνο το μέρος. «Μα τι είναι επιτέλους;» «Τίποτε, ένας ποντικός! How now! A rat; Dead for a duc- at, dead!» είπε γελώντας και φάνταζε στο σκοτάδι σαν τον Άμλετ καθώς ξανάβαζε το ξίφος στον κολεό του. «Έχασα μέσ’ από τα χέρια μου την ευκαιρία να γίνω ήρωας». Ο δημοσιογράφος τον είδε ύστερα που προχώρησε προς την έξοδο και στάθηκε εκεί στο μισοφωτισμένο τετράγωνο της θύρας, με τα νώτα γυρισμένα προς το μέρος του. Έπειτα έκανε μισή στροφή κι ακούμπησε στην παραστάδα. Έτσι δι- έκρινε τώρα το προφίλ του που διαγράφονταν με αδρές γραμμές και βρήκε απόλυτα ταιριασμένο τ’ όνομα που του είχαν δώσει οι φαντάροι: «Κινέζικη νύχτα».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=