Ανθολογία διηγημάτων

18 ΤΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ ΤΟΥ ΚΕΝΤΑΥΡΟΥ Κι ήρθε εκείνη η βραδιά που άπλωσε βαριά σιωπή στο σπίτι του στρατηγού Λογοθέτη: «Να που κατέληξαν όλα αυτά» είπε ο στρατηγός στοχαστικά. Ήταν η βραδιά που ο Μιχάλης ένιωσε ξαφνικά το έδαφος να φεύγει κάτωθέ του κι όλον τον κόσμο να περιστρέφεται. Η πρώτη βραδιά που ένιωσε εφιαλτική την ωχρότητα των χεριών του. Έκτοτε τον τυραννούσε μέρα νύχτα. Ωστόσο μήτε που το λογάριαζε καν αυτό το πράγμα την ώρα που τους αποχαιρετούσε∙ κι όταν βγήκε έξω και πήρε τον δρόμο του σταθμού, βρήκε διασκεδαστικό να προχωρεί κοιτώντας το φεγγάρι. Έκοψε από ένα δέντρο του δρόμου ένα κλωνί πιπεριάς και προχωρούσε κρατώντας το ανάμεσα στα δόντια του. Και δεν καταλάβαινε διόλου γιατί απόψε στο κρεβάτι του σκοτεινού θαλάμου θυμόταν τόσο έντονα την πίκρα της πι- περιάς στα χείλη του. «Κοιμάσαι;» Άκουσε πάλι τον φαντάρο του διπλού κρεβατιού, που τώ- ρα πια έγινε επίμονος και σύρθηκε ολότελα κοντά του. «Όχι» είπε. «Μα επιτέλους δεν θ’ ανάψουν καμιά φορά τα φώτα;» «Α, μ’ αρέσει έτσι» του απάντησε. «Βλέπεις τα πράγματα με μια νέα μορφή που, δεν ξέρεις, ίσως να ’ναι κι η αληθινή. Ιδές, επί παραδείγματι, πόσο μεγάλωσαν στον απέναντι τοί- χο τα πλαίσια των Ηρώων. Οι μορφές εξαφανίστηκαν κι έτσι τώρα εκείνα δεν περικλείνουν παρά ένα μεγάλο τετράγωνο κομμάτι από σκοτάδι…»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=