Ανταρκτική
Α Ν Τ Α Ρ Κ Τ Ι Κ Ή 17 Οι δρόμοι όσο πήγαιναν στένευαν και έστριβαν · είχαν αφήσει πια πίσω τους τα φώτα της πόλης. «Στα προάστια μένεις;» τον ρώτησε. Δεν της απάντησε, συνέχισε να περπατάει. Μπορούσε να μυρίσει το ψάρι. Όταν έφτασαν σε μια σιδερένια πύλη της είπε να «το πάρει αριστε- ρά». Πέρασαν κάτω από μια αψίδα και βρέθηκαν σε ένα αδιέξοδο. Ξεκλείδωσε την πόρτα μιας πο- λυκατοικίας και την άφησε να ανέβει πρώτη ως τον τελευταίο όροφο. «Συνέχισε» της έλεγε κάθε φορά που σταματού- σε σε κάποιον όροφο. Εκείνη γελούσε και ανέβαι- νε, γελούσε και ανέβαινε κι άλλο, μέχρι που στα- μάτησε στο τελευταίο σκαλί. Η πόρτα χρειαζόταν λάδωμα · οι μεντεσέδες έτριξαν όταν την έσπρωξε. Οι τοίχοι του διαμερί- σματός του ήταν άδειοι, λευκοί, τα περβάζια σκο- νισμένα. Μόνο μια λερωμένη κούπα στον νεροχύ- τη. Μια λευκή γάτα Περσίας πήδηξε από έναν υφασμάτινο καναπέ στο σαλόνι. Ήταν παραμελη- μένο, έμοιαζε με σπίτι όπου δεν έμενε πια κανείς · η σκιά ενός φίκου σερνόταν κατά μήκος του χαλιού προς μια ορθογώνια λίμνη φωτός που ερχόταν από τον δρόμο, κάτω από ένα μεγάλο παράθυρο. Μυ- ρωδιά μούχλας. Τηλέφωνο πουθενά, καμία φωτο- γραφία, καμία διακόσμηση, κανένα χριστουγεν- νιάτικο δέντρο.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=