Ανταρκτική

Α Ν Τ Α Ρ Κ Τ Ι Κ Η 16 «Θα μου μαγειρέψεις;» «Τρως ψάρι;» «Τρώω τα πάντα» του απάντησε κι εκείνος φά- νηκε να το διασκεδάζει. «Ξέρω τι τύπος είσαι» της είπε. «Είσαι άγρια. Εί- σαι από αυτές τις πολύ άγριες μεσοαστές γυναίκες». Διάλεξε μια πέστροφα που έμοιαζε σχεδόν ζω- ντανή. Ο ιχθυοπώλης έκοψε το κεφάλι και την τύλιξε. Αγόρασε ένα βαζάκι μαύρες ελιές και λίγη φέτα από την Ιταλίδα που καθόταν στο περίπτερο με τα ντελικατέσεν στην άλλη πλευρά. Αγόρασε λάιμ και καφέ Κολομβίας. Κάθε φορά, καθώς περ- νούσαν μπροστά από τα περίπτερα, τη ρωτούσε αν ήθελε τίποτα άλλο. Δεν φαινόταν να τον νοιά- ζουν τα λεφτά, τα είχε τσαλακωμένα χύμα στις τσέπες του, δεν μετρούσε τα χαρτονομίσματα όταν τα έδινε στον πωλητή. Στον δρόμο για το σπίτι έκαναν μια στάση στην κάβα, αγόρασαν δύο μπου- κάλια Chianti κι ένα λαχείο, και αυτά επέμενε να τα πληρώσει επιτέλους εκείνη. «Θα τα μοιραστούμε αν κερδίσουμε» του είπε. «Θα πάμε στις Μπαχάμες». «Κράτα μικρό καλάθι» της είπε και, όταν της άνοιξε την πόρτα να περάσει, δεν πήρε τα μάτια του από πάνω της. Έκαναν βόλτα στο λιθόστρωτο, προσπέρασαν ένα κουρείο όπου ένας άντρας κα- θόταν με το κεφάλι γερμένο πίσω ενώ τον ξύριζαν.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=