Ανταρκτική
Α Ν Τ Α Ρ Κ Τ Ι Κ Ή 15 Άρχισε να βαδίζει στον δικό του ρυθμό κι άκου- γε το δερμάτινο μπουφάν του να τρίζει, καθώς κατηφόριζαν το μονοπάτι δίπλα από την τάφρο που περικύκλωνε τον καθεδρικό. Ένας γέρος στεκόταν έξω από το Παλάτι του Επισκόπου και πουλούσε μπαγιάτικο ψωμί για τα πουλιά. Αγόρασαν κι εκεί- νοι λίγο κι έκατσαν δίπλα στο νερό, ταΐζοντας πέντε μικρούς κύκνους, που τα πούπουλά τους είχαν αρχίσει να γίνονται άσπρα. Καφετί πάπιες πετούσαν πάνω από το νερό και προσγειώνονταν σε μια μικρή λωρίδα στην τάφρο. Ένα μαύρο λαμπραντόρ τους πλησίασε χοροπηδώντας στο μονοπάτι κι ένα τσούρμο από περιστέρια σκόρπισε στο πέρασμά του και κάθισε ως διά μαγείας στα γύρω δέντρα. «Νιώθω σαν τον Φραγκίσκο της Ασίζης» αστει- εύτηκε εκείνη. Άρχισε να βρέχει · ένιωσε τις σταγόνες να πέ- φτουν στο πρόσωπό της σαν να τη χτυπάει το ρεύ- μα. Γύρισαν πίσω μέσα από την αγορά, όπου είχαν στηθεί περίπτερα προφυλαγμένα με μουσαμά. Πουλούσαν ό,τι μπορείς να φανταστείς: μεταχει- ρισμένα βιβλία που βρόμαγαν, και πορσελάνινα πιάτα, μεγάλα κόκκινα αλεξανδρινά, χριστουγεν- νιάτικα στεφάνια, μπρούντζινα στολίδια, φρέσκα ψάρια με νεκρό βλέμμα αραδιασμένα στον πάγο. «Έλα σπίτι μαζί μου» της είπε. «Θα σου μαγει- ρέψω».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=