Ανταρκτική
Α Ν Τ Α Ρ Κ Τ Ι Κ Ή 13 και για τον άντρα της ένα ακριβό χρυσό ρολόι με ένα απλό, άσπρο καντράν. Το απόγευμα έβαλε τα καλά της, φόρεσε ένα κοντό δαμασκηνί φόρεμα, τακούνια, το πιο σκού- ρο κραγιόν της, και πήγε ξανά στο κέντρο με τα πόδια. Το τραγούδι «The Ballad of Lucy Jordan» που ακουγόταν από ένα τζουκ μποξ την παρέσυρε και μπήκε σε μια παμπ, κάτι σαν καμουφλαρισμέ- νη φυλακή με κάγκελα στα παράθυρα και χαμηλό ταβάνι με δοκάρια. Μηχανήματα για φρουτάκια αναβόσβηναν σε μια γωνιά και τη στιγμή που έκα- τσε σε ένα σκαμπό ξεχύθηκε μια μικρή στρατιά από νομίσματα. Στο διπλανό σκαμπό καθόταν ένας τύπος με δερμάτινο μπουφάν που έμοιαζε να είχε περάσει μια βόλτα από τα καλά πανεπιστήμια της Αγγλίας αρκετά χρόνια πριν. «Γεια» της είπε. «Δεν σ’ έχω ξαναδεί εσένα». Ήταν αναψοκοκκινισμένος, με μια χρυσή αλυσίδα κάτω από το χαβανέζικο πουκάμισό του, και σκούρα καστανά μαλλιά. Το ποτήρι του ήταν σχεδόν άδειο. «Τι πίνεις εκεί;» τον ρώτησε. Αποδείχτηκε ομιλητικότατος, της είπε την ιστο- ρία της ζωής του, πως δούλευε βράδια στο γηρο- κομείο. Πως έμενε μόνος του, ήταν ορφανός, δεν είχε οικογένεια πέρα από έναν μακρινό ξάδερφο που δεν είχε γνωρίσει ποτέ. Δεν φορούσε ούτε ένα δαχτυλίδι.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=