Ανταρκτική

Α Ν Τ Α Ρ Κ Τ Ι Κ Η 12 ρόνια με τυρί για τα παιδιά, είχε πάρει τα κοστού- μια του άντρα της από το καθαριστήριο. Του είχε πει ότι πήγαινε για τα ψώνια των Χριστουγέννων. Δεν είχε λόγο να μην την πιστέψει. Όταν έφτασε στην πόλη, πήρε ταξί ως το ξενο- δοχείο. Της έδωσαν ένα μικρό λευκό δωμάτιο με θέα στη Βίκαρς Κλόουζ, έναν από τους παλιότε- ρους δρόμους της Αγγλίας, που είχε μια σειρά από πέτρινα σπίτια με ψηλές καμινάδες από γρανίτη όπου ζούσε ο κλήρος. Εκείνο το βράδυ έκατσε στο μπαρ του ξενοδοχείου, παρέα με μια τεκίλα λάιμ, όμως δεν γινόταν τίποτα. Ηλικιωμένοι άντρες διά- βαζαν την εφημερίδα τους, δεν είχε κόσμο, όμως δεν την πείραζε καθόλου · της χρειαζόταν απλώς ένας καλός ύπνος. Γλίστρησε μέσα στο πληρωμέ- νο κρεβάτι της, σ’ έναν ύπνο χωρίς όνειρα, και ξύπνησε από τις καμπάνες που ηχούσαν από τον καθεδρικό. Το Σάββατο περπάτησε ως το εμπορικό κέντρο. Οικογένειες είχαν βγει βόλτα, σπρώχνοντας καρο- τσάκια μέσα στο πρωινό πλήθος, ένας ορμητικός χείμαρρος ανθρώπων που στριμωχνόταν στις γυά- λινες αυτόματες πόρτες. Αγόρασε ασυνήθιστα δώ- ρα για τα παιδιά της, πράγματα που πίστευε πως ούτε που θα μπορούσαν να φανταστούν. Μια ξυ- ριστική μηχανή για τον μεγάλο της γιο –πλησίαζε σ’ αυτή την ηλικία–, έναν άτλαντα για το κορίτσι,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=