Ανοιχτή θάλασσα

C A L E B A Z U M A H N E L S O N 20 νό και να συνειδητοποιήσεις ότι το γαλάζιο δεν βαθαίνει πολύ αυτούς τους μήνες. Τον χειμώνα σου αρκεί να ρίχνεις τις στάχτες σου και να γυρίζεις σπίτι. Μιλάς για εκείνη τη γυναίκα στον μικρότερο αδερφό σου, που ήταν κι εκείνος στο πάρτι, χτί- ζοντας μια εικόνα απ’ όσα θυμάσαι απ’ τη βραδιά, σαν να μπλέκεις σαμπλ από σκόρπιες μελωδίες για να φτιάξεις ένα καινούργιο τραγούδι. «Μισό λεπτό – εγώ την είδα;» «Ήταν ψηλή. Κάπως ψηλή». «Οκέι». «Φορούσε μαύρα ρούχα και μπερέ. Είχε κοτσί- δες. Πολύ κουλ». «Ναι, αλλά αυτά δεν μου λένε κάτι». «Το μπαρ είναι κάπως έτσι». Σχηματίζεις ένα Γ με τα χέρια σου. «Εγώ στέκομαι εδώ» λες, δείχνο- ντας τη γωνία του Γ. «Μισό λεπτό». «Ναι;» λες εκνευρισμένος. «Θα σε βοηθήσει αν σου πω ότι εκείνο το βρά- δυ ήμουν λιώμα και δεν θυμάμαι τίποτα, τελεία και παύλα;» «Είσαι άχρηστος». «Όχι, απλώς μεθυσμένος. Πολύ. Λοιπόν, τι γί- νεται μετά;» «Τι εννοείς;»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=