Ανοιχτή θάλασσα

C A L E B A Z U M A H N E L S O N 16 χα χορεύτρια». Η γυναίκα κουνάει το κεφάλι της. «Κι εσύ;» λέει. «Τι κάνεις;» «Είναι φωτογράφος». «Φωτογράφος;» επαναλαμβάνει η γυναίκα. «Τραβάω φωτογραφίες, κάποιες φορές». «Αυτό μάλλον σημαίνει ότι είσαι φωτογράφος». «Κάποιες φορές, κάποιες φορές». «Μετριόφρων». Μάλλον ντροπαλός, σκέφτε- σαι. Πας αλλού τη συζήτηση και παρατηρείς πώς σε παρακολουθεί. Ένα κόκκινο φως πέφτει πάνω στο πρόσωπό της και πιάνεις μια φευγαλέα ματιά από κάτι, κάτι σαν καλοσύνη στα ολάνοιχτα χαρα- κτηριστικά της, στα μάτια της που κοιτάζουν τα χέρια σου να μιλάνε. Παρατηρείς μια γνώριμη προφορά, σίγουρα νότια από το ποτάμι. Σίγουρα από κάπου όπου είναι πιο πιθανό να το θεωρείς σπίτι σου. Υπάρχουν πράγματα που γνωρίζετε και οι δύο και μιλάνε στην ψυχή σας, αλλά τώρα μέ- νουν ανείπωτα. «Θέλεις ένα ποτό; Να σου φέρω ένα ποτό;» Γυρίζεις, προσέχοντας τον Σάμιουελ για πρώτη φορά από τότε που ξεκίνησε η κουβέντα. Είναι αποτραβηγμένος, λιγάκι σκυφτός∙ χαμογελάει, αλλά το σώμα του μαρτυρά ότι νιώθει αποκλεισμέ- νος. Αισθάνεσαι έναν νυγμό ενοχής και προσπα- θείς να τον ξαναβάλεις στην παρέα. «Θέλετε ποτό, παιδιά;»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=