Ανησυχία

L I N N U L L M A N N 30 ζουν σ’ ένα μεγάλο σπίτι στο Στρέμεν. Στον κήπο υπάρχει ένα σπιτάκι. Στον εσωτερικό τοίχο του, το κορίτσι έχει σκα­ λίσει το όνομά του. Όποιο δωμάτιο και αν διαλέξει η μη­ τέρα, το κορίτσι θα μπει μέσα και θα ζητήσει κάτι. Θέλει να ζωγραφίσει. Θέλει να κάνει μια ερώτηση. Θέλει να πει: Για κοίτα αυτό! Θέλει να ανεβεί στο ποδήλατό του. Θέλει να βουρτσίσει τα μαλλιά του. Θέλει να χορέψει. Θέλει να κα­ θίσει τελείως ακίνητο και να μη βγάλει τσιμουδιά, το υπό- σχομαι, το υπόσχομαι, ούτε μία λέξη . Θέλει να χορέψει πάλι. Στο τέλος δεν μένει ούτε ένα δωμάτιο στο σπίτι όπου η μητέρα να μπορεί να δουλέψει με την ησυχία της, έτσι ανακαινίζει το υπόγειο και μετατρέπει ένα μικρό μέρος του σε γραφείο. (Το σπίτι στο Στρέμεν, αντίθετα από το σπίτι στο Χάμαρς, μεγάλωσε σε βάθος και όχι σε μήκος.) Αλλά το κορίτσι τη βρίσκει κι εκεί. Υπόγεια μαμά. Κρυμμένη μαμά. Η μητέ­ ρα προσπαθεί να γράψει ένα βιβλίο, αλλά το γράψιμο δεν πηγαίνει πολύ καλά. Το κορίτσι τη βρίσκει όπου κι αν πάει και μετά, όταν τη βρει, η μητέρα χάνει την αυτοσυγκέ­ ντρωσή της. Και όταν τη χάνεις, εξηγεί η μητέρα, είναι σχεδόν απολύτως αδύνατον να την ξαναβρείς. Η ζωή με τη μητέρα ήταν πολύ πιο απρόβλεπτη από ό,τι με τον πατέρα. Αυτό είχε να κάνει με τις συνθήκες της ζωής. Ο πατέρας θα πέθαινε πρώτος, αυτό θα ήταν μάλλον πολύ θλιβερό, αλλά όχι εντελώς αναπάντεχο δεδομένου πόσο μεγάλος ήταν. Ο θάνατος του πατέρα ήταν αναμενό­ μενος, το κορίτσι και ο πατέρας το αντιλαμβάνονταν, και γι’ αυτό έλεγαν αντίο με θλίψη κάθε καλοκαίρι. Ήταν κα­ λοί σ’ αυτό. Ο αποχαιρετισμός της μητέρας ήταν τελείως

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=