Ανησυχία
L I N N U L L M A N N 26 η Ίνγκριντ. Όλα ήταν τα ίδια ακριβώς όπως όταν έφυγε η μητέρα και το κορίτσι, το ρολόι του παππού έκανε τικ-τακ και χτυπούσε κάθε ώρα και κάθε μισή ώρα, η ντουλάπα με τα ασπρόρουχα έτριζε, ένα χρυσαφένιο φως έπεφτε στους τοίχους που ήταν επενδυμένοι με πεύκο και σχημάτιζε λωρίδες στο πάτωμα. Ο πατέρας έσκυψε μπροστά στο κο ρίτσι και είπε ήρεμα: Φαντάζομαι ότι η μαμά είναι η μοναδική που επιτρέπεται να σε αγγίζει . Ήταν μικροκαμωμένη και αδύνατη και πήγαινε στο Χάμαρς κάθε καλοκαίρι με δύο μεγάλες βαλίτσες που έμεναν ακου μπισμένες στην αυλή μέχρις ότου κάποιος να τις μεταφέρει μέσα στο σπίτι. Έβγαινε τρέχοντας από το αυτοκίνητο και έκανε τον γύρο της αυλής και έμπαινε στο δωμάτιό της και έβγαινε πάλι στην αυλή. Φορούσε ένα γαλάζιο καλοκαιρι νό φόρεμα που χάιδευε το πάνω μέρος των μηρών της. Ο πατέρας ρωτάει: Τι έχεις μέσα στις βαλίτσες σου; Πώς είναι δυνατόν ένα τόσο μικρό κοριτσάκι να έχει δύο τόσο μεγά λες βαλίτσες; Το σπίτι του είχε μήκος δεκαπέντε μέτρα και μάκραινε όλο περισσότερο, ήθελες έναν αιώνα για να περπατήσεις από τη μία άκρη ως την άλλη. Το τρέξιμο στο εσωτερικό απαγορευόταν αυστηρά. Αυτός το επίπλωνε και το επέ κτεινε, λίγο περισσότερο κάθε χρόνο, το σπίτι μεγάλωνε σε μήκος, ποτέ σε ύψος. Ούτε υπόγειο, ούτε σοφίτα, ούτε σκάλα. Θα έμενε εκεί όλο τον Ιούλιο. Αυτός τρέμει τον ερχομό της, γεια σου και τι κάνεις , ένα κο ριτσάκι που τρέχει στην αυλή, ένα μικρό κοριτσάκι με πό
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=