Ανησυχία

L I N N U L L M A N N 18 λί, η κάμερα βρίσκει το πρόσωπο της Ελιζαμπέτ και μένει πάνω του για σχεδόν ενάμισι λεπτό. Η εικόνα σκοτεινιάζει όλο πιο πολύ, αλλά σκοτεινιάζει τόσο αργά που σχεδόν δεν το προσέχεις, ή τουλάχιστον δεν το καταλαβαίνεις μέχρι που σκοτεινιάζει τόσο ώστε το πρόσωπό της σχεδόν δεν διακρίνεται στην οθόνη, αλλά ως τότε πια το κοιτάζεις τόση ώρα ώστε έχει εντυπωθεί στον αμφιβληστροειδή σου. Είναι το δικό σου πρόσωπο. Μόνο τότε, μετά από ενάμισι λεπτό, αποστρέφει το βλέμμα της από σένα, αφήνει την ανάσα της να βγει και σκεπάζει το πρόσωπό της με το χέρι της. Στην αρχή, το μάτι μου επικεντρώνεται στο στόμα της, όλα τα νεύρα πάνω και γύρω από τα χείλη της, και ύστερα επειδή είναι ξαπλωμένη, γέρνω το κεφάλι μου έτσι ώστε να κοιτάξω το πρόσωπό της κατευθείαν. Και όταν γέρνω το κεφάλι μου, νιώθω σαν να είμαι ξαπλωμένη δίπλα της στο μαξιλάρι. Είναι πολύ νέα και πολύ όμορφη. Φαντάζο­ μαι ότι είμαι ο πατέρας μου που την κοιτάζει. Φαντάζομαι ότι είμαι η μητέρα μου που την κοιτάζει ο πατέρας μου. Και παρότι σκοτεινιάζει, το πρόσωπό της μοιάζει να λά­ μπει, να καίγεται, να λιώνει μπροστά στα μάτια μου. Ανα­ κουφίζομαι όταν τελικά γυρίζει από την άλλη, σκεπάζοντας το πρόσωπό της με τα χέρια της. Τα χέρια της μαμάς είναι λεπτά και δροσερά. * * * Ένα δειλινό, ο πατέρας μου πήγε τον διευθυντή φωτογρα­ φίας του σ’ ένα μέρος που είχε ανακαλύψει. Ίσως θα μπο­ ρούσα να χτίσω ένα σπίτι εδώ, του είπε, ή χρησιμοποίησε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=