Από ήλιο σε ήλιο: Ανέσπερος

26 Μ Α Ι Ρ Η Κ Ο Ν Τ Ζ Ο Γ Λ Ο Υ Τον είχε αγκαλιάσει απ’ τους ώμους που είχαν γείρει σαν γέρου εκατό χρονών, κάθε λεπτό που περνούσε και κείνη δεν φαινόταν, ένας χρόνος περνούσε από πάνω του, τον τσαλαπατούσε, τον συνέτριβε. Η μάνα τον είχε αγκαλιάσει απ’ τους ώμους, μακάρι να μπορούσε να πάρει την πίκρα από μέσα του. Περίμενε ώρες στο σκοτάδι. Το μυαλό του κατέγραφε κά- θε ήχο, κάθε κίνηση, κάθε σκιά, κάθε ψίθυρο του ανέμου ελπίζοντας να είναι εκείνη που, ελαφροπάτητη, θα έτρεχε να τον βρει. Δεν φάνηκε ποτέ. Όταν το νεογέννητο φως χτύπησε στον άσπρο τοίχο της εκκλησιάς αυτός ακόμη έλπιζε, ακόμη περίμενε, ακόμη πίστευε ότι μπορούσε να σωθεί. Βγήκαν οι πρώτοι άνθρωποι να πάνε για το αλώνι- σμα, κάποιος έσυρε καρέκλες στην πλατεία, ακούστηκε η σκούπα από τα ξερόκλαδα να γδέρνει τις πλάκες. Ο παπάς χώθηκε στην εκκλησιά, χτύπησε την καμπάνα. Πήρε τον δρόμο της επιστροφής, καλύτερα να την πε- ρίμενε το βράδυ πάλι, ίσως δεν είχε μπορέσει απόψε… Αντάμωσε δυο τρεις, είπε μισή καλημέρα, δεν απάντησε στην ερώτηση γιατί δεν δούλευε κείνη τη μέρα, κατηφόρι- σε με την ψυχή στα δόντια, όχι μην τον δούνε, δεν τον ένοιαζε πια, κανέναν δεν είχε να προστατεύσει. Κατηφό- ρισε με την ψυχή στα δόντια γιατί πέθαινε κι ήθελε να προφτάσει να πάει σπίτι του πρώτα και μετά ας ξεψυχούσε… Η μάνα του τον είχε αγκαλιάσει από τους πεσμένους ώμους. Είχε φύγει παλικάρι όμορφο και δυνατό για να τη συναντήσει και γέρος εκατό χρονών γύρισε.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=