Από ήλιο σε ήλιο: Ανέσπερος

24 Μ Α Ι Ρ Η Κ Ο Ν Τ Ζ Ο Γ Λ Ο Υ χαλητό κάποιου, σε άλλη περίπτωση θα γελούσε, ο μπάρ- μπας του ο Μανόλης του ’λεγε να τον ξυπνάει όταν «βρυ- χιόταν σαν το λιοντάρι» κι αυτός δεν το ’καμε, παρατηρού- σε όλες τις αποχρώσεις του ροχαλητού, τα μουστάκια του που ανεβοκατέβαιναν, τα φρύδια που έσμιγαν και χώριζαν πάλι, πόσο το διασκέδαζε! Αυτή η γλυκιά ανάμνηση κάπως τον ηρεμεί, ψάχνει να θυμηθεί κι άλλη, είναι πολλές, το ξέρει, μα η αγωνία τον κυριεύει πάλι. Πιο κάτω, σε κάποιο άλλο σπιτόπουλο ένα μωρό κρα- τάει τη μάνα του ξυπνητή, βλέπει τη σκιά της μεγεθυμένη στον τοίχο καθώς πηγαινοέρχεται και το κουνάει, ζέστη, τα παντζούρια ανοιχτά, σκέφτεται τη δική του μητέρα και λυγίζει, είναι σίγουρος ότι αν δεν έρθει η Ανδρομέδα εκεί- νη θα στενοχωρηθεί περισσότερο. Μα τι λέει τώρα… Αχ, βρε μάνα… Θα έρθει… Κι αν δεν… Πάντα τον σταύρωνε πριν κοιμηθεί όταν ήταν μικρός… Κι αν δεν… Το περίμε- νε, αλλιώς ύπνος δεν του κόλλαγε… Κι αν δεν… Κι ένα βράδυ…πόσο να ’ταν, έντεκα, Δώδεκα; της έπιασε το χέρι… Κι αν δεν…Φτάνει τόσο, της είχε πει κι είχε φύγει λες και είχε κάνει κάτι κακό… Αχ, βρε μάνα… Όλα τα σοκάκια έρημα, λίγα βήματα ακόμη και θα βγει στην πλατεία, λες να τον δει κάποιος εκεί; Πριν από την είσοδό του διασταυρώνεται με μια φοβισμένη νυφίτσα. Το ζώο μένει ακίνητο για λίγα δευτερόλεπτα, τον κοιτάει με μάτια λαμπερά σαν χάντρες, καταλαβαίνει πόσο ανήσυχος είναι αλλά πώς να γνωρίζει ότι σε λίγη ώρα μπορεί να γίνει ο πιο ευτυχισμένος ή ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο; Το ζώο το βάζει στα πόδια, ήδη έχει διακιν-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=