Από ήλιο σε ήλιο: Ανέσπερος

23 A ΠΟ Η Λ Ι Ο Σ Ε Η Λ Ι Ο : Α Ν Ε Σ Π Ε Ρ Ο Σ Τρέχει μόνος, τρελός από την ελπίδα και τις αμφιβολίες που δεν θέλει να ομολογήσει ούτε στον ίδιο του τον εαυτό. Είναι νωρίς, έχουν συμφωνήσει για μετά τα μεσάνυχτα, παίρνει την κατηφόρα για τον μόλο, πίσω του θεοσκότεινος ο όγκος του βράχου που κουβαλάει τη Χώρα, πάνω του τ’ αστέρια που λάμπουν, μπροστά του το πέλαγος. Κάθεται στη ζεστή αμμουδιά σαν σε αναμμένο μαγκάλι, πετιέται όρθιος, ξανακάθεται, αδύνατον να σκεφτεί κάτι, αδύνατον να ξεχαστεί, μόνο να περάσει η ώρα θέλει. Έχει βγάλει κι ένα ανεπαίσθητο αεράκι, πωπω, θα κρυώ­ σει η αγάπη του αν περιμένει, πιάνει πάλι το ανηφορικό μονοπάτι, ανεβαίνει σκουντουφλώντας απ’ τη βιασύνη, πε- τάγματα ξαφνικά και φουρφουρίσματα, και εκείνη η κου- κουβάγια συνεχίζει το μονότονο τραγούδι της. Στα σπίτια, έτσι όπως τα βλέπει όσο πλησιάζει, κανένα σημάδι ζωής, ούτε καν όταν μπαίνει στην Κάτω Χώρα. Οι άνθρωποι κοι- μούνται, οι περισσότεροι σε τρεις, άντε τέσσερις το πολύ ώρες θα ξυπνήσουν πάλι, το μαγγανοπήγαδο της επιβίωσης για πολύ λίγο σταματάει. Κάνει έναν μεγάλο γύρο, φτάνει ως πέρα, εκεί που σταματάει το μονοπάτι, από κάτω γκρε- μός, μαυρίλα και ο ήχος απ’ τα πανιά των μύλων που γυρίζουν, επιστρέφει, πατάει στις μύτες των ποδιών όταν περνάει μπροστά από σπίτια, είναι αραιοκατοικημένη η Κάτω Χώ- ρα, πού θα πάει, θα φτάσει εκείνη η ώρα που θα ανταμώσουν. Μπαίνει στην Πάνω Χώρα, πιάνει την ανηφόρα, ένας ψωριάρης σκύλος τον κοιτάει με υγρά μάτια. Μια πέτρα που κυλάει χωρίς λόγο τον κάνει να φύγει με τ’ αυτιά κα- τεβασμένα, από ένα παράθυρο ακούγεται το μακάριο ρο-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=