Από ήλιο σε ήλιο: Ανέσπερος

20 Μ Α Ι Ρ Η Κ Ο Ν Τ Ζ Ο Γ Λ Ο Υ ερημική ακρογιαλιά όλο σπηλιές, μακριά από τη Χώρα. Ο φίλος του ο Θοδωρής ήδη είχε μεταφέρει κάποια πράγμα- τα που του τα είχε δώσει λίγα λίγα, ένα στρώμα, σκεπά- σματα, παξιμάδια, στραγάλια, τυρί ξερό, κρέας παστό, νερό. Για λίγο, δυο τρεις μέρες κι ύστερα θα ναύλωνε –στις συζητήσεις βρισκόταν ακόμη ο φίλος του αλλά ήταν σε καλό δρόμο, τον είχε καθησυχάσει– θα ναύλωνε ένα καΐκι από τη Σίφνο που θα τους μετέφερε μακριά, στη Σύρα υπολόγιζαν. Είχε τις οικονομίες του όλες δεμένες στο μα- ντίλι, θα τα κατάφερναν. Αν είχε μαζί του την Ανδρομέδα δεν φοβόταν τίποτα, ούτε Θεό ούτε διάολο. Βρόντηξε η πόρτα κι ήταν ο Θοδωρής, πολλά χρόνια θα ζήσεις, ήθελε να του πει η Κατερινέτα, μα είχε δει συννε- φιασμένο το πρόσωπό του, η λαλιά της κόπηκε. Και ήταν έτσι, συννεφιασμένος γιατί στον καφενέ είχε μάθει τα καθέκαστα και πήγε να συμπαρασταθεί στον φίλο του, πώς να φανταστεί ότι εκείνος δεν είχε ιδέα; Ο Περσέας; ρώτησε και η γυναίκα βρέθηκε σε δύσκολη θέση, γύρισε κουρασμένος, ούτε έφαγε… εκτελούσε κατά γράμμα την εντολή του, δεν ήθελε κάποιο μάτι να πάρει τον φίλο του, ειδικά απόψε, στο σπίτι τους και να τον συ- νέδεαν με την απαγωγή, να τον έμπλεκαν, ήδη πολλά είχε κάνει για κείνον. Του είπε η Κατερινέτα ότι ο Περσέας κοιμόταν και ντράπηκε, αν ήταν δυνατόν, σαν παιδί της τον αγαπούσε κι αυτόν. «Να πηγαίνεις, αγόρι μου…» Και δεν άντεξε, την πήραν τα κλάματα, ήταν που ήταν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=