Από ήλιο σε ήλιο: Ανέσπερος

19 A ΠΟ Η Λ Ι Ο Σ Ε Η Λ Ι Ο : Α Ν Ε Σ Π Ε Ρ Ο Σ είχε φέρει το ραβασάκι της Ανδρομέδας με το οποίο ζητού- σε από τον Περσέα να φύγουν αμέσως, της κατέβηκε πολύ αίμα– «είχε τα ρούχα της», αίμα από τη μεγάλη αγωνία και στενοχώρια– και είχε κουρνιάσει μέσα μέχρι να σταματήσει, δεν ήθελε να βάλει σε δίλημμα τον γιο της, πώς να την αφήσει και να φύγει, δηλαδή. Αφού το είχαν αποφασίσει να πήγαιναν στην ευχή του Χριστού και της Παναγίας, η ζωή χρειάζεται θάρρος, το ’ξερε καλά, μήπως αυτή ποιον είχε λάβει υπόψη της όταν έφευγε με τον πατέρα του; Ούτε καμιά γειτόνισσα την είχε επισκεφτεί, η Χρυσάν- θη Σπέρα της χτυπούσε την πόρτα τακτικά μα είχε φύγει για τον άλλον κόσμο, Θεός σχωρέσ’ την. Όσες ήταν στα σπίτια τους είτε πολύ γριές ήταν είτε πολύ νέες, λεχώνες συνήθως – μετά έδεναν το μωρό στην πλάτη και έτρεχαν για δουλειά, πού χρόνος για επισκέψεις. Γύρισε ο γιος της και δεν ξαναβγήκε, εκείνο το βράδυ ήταν το σπουδαιότερο της ζωής του, ούτε να φάει μπορού- σε ούτε να μιλήσει, όσο κι αν το ήθελε. Απόψε, μάνα… Μόνο αυτό της είχε πει και εκείνη τον σταύρωσε. «Την ευχή σου, μάνα…» Είχαν ξαπλώσει και σκέφτονταν τον αποχωρισμό τους. ΗΚατερινέτα τους χίλιους δυο κινδύνους που θα διέτρεχαν ο γιος τηςκαι το κορίτσι, μέχρι να έβλεπαν τι θα γινόταν. Τον Περσέα μόνο το τι θα απογινόταν η μάνα του τον απασχολούσε, το άλλο, το φευγιό τους με την Ανδρομέδα, όχι μόνο δεν τον ανησυχούσε, αντιθέτως το ονειρευόταν και ξυπνητός. Θεωρούσε ότι τα είχε όλα τακτοποιήσει, το σχέδιο ήταν να κρυφτούν αρχικά στο Καλό Αμπέλι, μια

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=