Ανδρωμάχη

ΑΝΔΡ Ω ΜΆΧΗ 17 τον θρήνο τους. Ήξεραν όλες πού πάνε και τι τις περιμένει. Δούλες για να κουβαλούν νερό από το πηγάδι· να ταΐζουν στους στάβλους τα ζώα· να δέ- χονται ραπίσματα από τους άλλους δούλους· στο κορμί τους την πείνα του αφέντη. Αυτές τώρα οι παλιές περήφανες Τρωάδες. Σκέφτηκα πως λάθος κάνω και θρηνώ. Μάλλον δεν ήμουν η μόνη που έπαθε ό,τι εγώ πάνω στο κάρο της ντροπής, και ίσως αυτό να ήταν μονάχα η αρχή. Τέτοια σκέψη πέρασε απ’ το μυαλό μου. Μετά σκέφτηκα πως εκείνο που όφειλα να κάνω ήταν υπομονή. Υπομο- νή… Τι άνοστη λέξη κέρασαν οι θεοί τους ανθρώ- πους για να μετριάζεται η συμφορά τους! Μα μπο- ρεί να γλυκαίνεται η ντροπή και να μικραίνει το κακό σφαλίζοντας τα μάτια και σιωπώντας, όπως έκανα εγώ; Και απ’ όσο μπορούσα να καταλάβω, και οι υπόλοιπες γυναίκες στα κάρα. Ήρθε και την επόμενη νύχτα ο γιος του κτήνους. Κτήνος κι αυτός. Τουλάχιστον τότε, στην αρχή του μαρτυρίου μου, είχα το θάρρος να τον αποκαλώ έτσι. Τα επόμενα χρόνια όφειλα στα νέα μου καθή- κοντα ή ν’ αλλάξω τη λέξη ή να διαλέξω τη σιγή. Προτίμησα το δεύτερο. Νεοπτόλεμος ίσον τίποτα, Νεοπτόλεμος το κενό. Το πόσες φορές ήρθε στο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=