Ανδρωμάχη

ΑΝΔΡ Ω ΜΆΧΗ 15 λεψα, ούρλιαξα. Τίποτα. Αγρίμι που βρήκε το θήρα- μά του και το σπαράζει. Δεν κράτησε πολύ η ηδονή του. Με παράτησε ύστερα άφωνη και χάθηκε μες στη νύχτα. Εγώ αηδιασμένη, σιχαμένη με τον ίδιο μου τον εαυτό. Γιατί ήξερα πως έφταιγα. Έφταιγα γιατί συνέχισα να υπάρχω. Σύρθηκε σε λίγο κοντά μου η Πρόκνη. Μου χάι- δεψε συμπονετικά το μέτωπο, γρυλίζοντας θυμω- μένη. Είχε δει, είχε καταλάβει. Ήταν σαν να ’λεγε με τον τρόπο της: «Λυπάμαι, Ανδρομάχη. Φοβάμαι, Ανδρομάχη. Πόσο θα κρατήσει ακόμη ο κατήφορος του πόνου και του εξευτελισμού σου;». Ένιωθα τα δάκρυα να πέφτουν από τα μάτια της και να σμί- γουν μ’ εκείνα στο δικό μου πρόσωπο. Πάνω μας ο ουρανός έλαμπε με μυριάδες αστέρια. Όμως την ομορφιά οι θεοί τη θέλουν μακριά από τους ανθρώ- πους. Στη φύση, στα ζώα, στα επουράνια. Έτσι μπο- ρούν και την τρυγούν πιο εύκολα απ’ ό,τι αν την είχαν δωρίσει στα θνητά τους δημιουργήματα. Αν τυχόν τους ξεφύγει και σταλάξει λίγη ομορφιά σε κάποιον άνθρωπο, φανερώνεται αμέσως ο φθόνος τους. Αν είναι άντρας, τον κατηγορούν για αλαζο- νεία. Αν γυναίκα, ακόμα χειρότερα: για αποπλάνη- ση. Με την πρώτη ευκαιρία θα πλαγιάσει με την

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=