Ανδρωμάχη

13 Δεν υπάρχει, λέω, τίποτα πιο σκληρό και άδικο από το να πρέπει να αγαπάς κάποιον που κανονικά θα έπρεπε να μισείς με όλη σου την ψυχή. Να ανοί- γεις την αγκαλιά και να χαρίζεις το φιλί σ’ έναν άνθρωπο που, αν τα πράγματα γίνονταν σωστά από τους θεούς, θα ταίριαζε μονάχα η απέχθεια και η περιφρόνηση. Το μίσος. Όταν ένιωσα στα σπλάχνα μου να σκιρτάει ο βλα- στός του ανθρώπου που κατέστρεψε τη ζωή μου, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν ότι πρέπει να αφανι- στούμε και οι δύο · εγώ και ο σπόρος του. Μαζί, εντελώς, δίχως έλεος κανένα. Μόλις κατάφερα να διώξω το θάμπος απ’ τον νου, μπόρεσα να αρθρώσω καθαρά τις σκέψεις με λόγια. «Χάσου, Ανδρομάχη! Φύγε από τούτον τον κόσμο! Τι άλλο χειρότερο περιμένεις για να ασπα- στείς μόνη σου τον ίδιο σου τον θάνατο, τι;» Η Πρό- κνη ξαφνιάστηκε. Φαίνεται, η δύστυχη, πίστευε πως μια κακιά μοίρα τερματίζεται με τους πολλα-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=