Ανδρωμάχη

ΑΝΔΡ Ω ΜΆΧΗ 23 γύριζαν φορτωμένες με φρεσκοκομμένα δέντρα. Τι τα χρειάζονταν; Να φτιάξουν κι άλλα καράβια; Να χωρέσουν τα λάφυρα που τόσα χρόνια είχαν αρπά- ξει απ’ τον τόπο μας και τώρα θα τα κουβαλούσαν στην πατρίδα τους; Το άκουσα να το λένε οι γέρο- ντες στο συμβούλιο του Πρίαμου και δεν είχα λόγο να σκεφτώ καμιά άλλη εκδοχή. Και έφτασε η μέρα που ανεβασμένοι στα τείχη είδαμε να σηκώνουν τα πανιά. Ξεκίνησαν, έφευγαν, έσβηνε σιγά σιγά η εικόνα των πλοίων στον ορίζο- ντα, κι εμείς μέναμε σιωπηλοί. Απίστευτα σιωπηλοί με αυτή τη ρόδινη μέρα που μας είχε ξημερώσει. Την εξήγηση της αναχώρησης μας την έδωσε μία μέρα μετά εκείνος ο σαλός –έτσι φερόταν– που τον συνέλαβαν οι βοσκοί να γυροφέρνει στα βούρ- λα της ακρογιαλιάς. Σίνων το όνομά του. Λερός, δίχως σπαθί και αρματωσιά, πότε μιλούσε και πότε χαχάνιζε. Πως τάχα το ’σκασε από τους Αχαιούς επειδή ήθελε ο Οδυσσέας να τον θυσιάσει, ώστε να πάψουν οι άνεμοι να ’ναι ενάντιοι για το ταξίδι τους. «Μην πιστεύετε τα λόγια του! Βαλτός απ’ τους Δαναούς είναι να μας παραπλανήσει!» έσκουζε δί- πλα μου η Κασσάνδρα, χωρίς κανείς να της δίνει σημασία. Τον πήραν τον άντρα οι φρουροί και τον

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=