Ανδρωμάχη

ΑΝΔΡ Ω ΜΆΧΗ 19 Κάποιο πρωινό άνοιξε διάπλατα η πόρτα και ο χωλός δούλος με λέξεις που δεν τις καταλάβαινα μας ανάγκασε να βγούμε έξω. Τότε είδα για πρώτη φορά τον τόπο. Οικήματα, το ένα εδώ το άλλο εκεί, να τα βάφει το χρώμα του ήλιου, που εκείνη την ώρα ξεπρόβαλλε πίσω από έναν χαμηλό λόφο · φω- νές που αγγάρευαν υποζύγια· μυρωδιά φρεσκοκομ- μένου χόρτου · δυο πουλιά πέταξαν πάνω από το κεφάλι μας· ξανά φωνές. Αυτή τη φορά πιο δυνα- τές. Γυρίσαμε το κεφάλι προς εκείνο το οίκημα που μάλλον θα ήταν το παλάτι. Χαμογέλασα πικρά. Κα- μιά σχέση με ό,τι εμείς ξέραμε για παλάτι. Μια στοά, κάμαρες κολλητές η μία δίπλα στην άλλη, κάποια στέγη πιο ψηλή από τις άλλες, έξω στην αυλή ο βωμός. Έπιασα από το χέρι την Πρόκνη και την ανάγκασα να με ακολουθήσει. Έκανα το λάθος και προσευχήθηκα φωναχτά: «Αν με ακούς, προ- στάτη Απόλλωνα, βοήθησέ με να κλείσω αυτή κιό- λας τη στιγμή μια για πάντα τα μάτια. Δεν τα κα- νόνισες σωστά. Ποια θυσία δεν σου ετοίμασα πλούσια και με τιμωρείς τώρα με τέτοιον σκληρό τρόπο;». Άκουσα κάτι σαν γέλιο κοροϊδευτικό πίσω μου και ύστερα τη φωνή.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=