Ανδρωμάχη

18 ΚΏΣΤΑΣ ΑΚΡΊΒΟΣ κάρο ούτε είχα το μυαλό ούτε τη θέληση να μετρή- σω. Το μόνο που κατάλαβα, όταν πια φτάσαμε στη Φθία και έτρεξαν οι δούλοι του να μας προϋπαντή- σουν, ήταν πως ήμουν ένα πλάσμα δίχως πνοή ζωής πια. Μια άλλη γυναίκα είχε κάνει αυτό το ταξίδι και έπαθε ό,τι έπαθε. Η δική μου Ανδρομάχη είχε μείνει πίσω στην Τροία. Εκεί η ζωή της, εκεί και ο θάνατος ο κανονικός. Την πρώτη μέρα τίποτα, τη δεύτερη το ίδιο, την τρίτη πάλι τίποτα. Κανένα σημείο ζωής. Μονάχα το δειλινό άνοιγε λίγο η πόρτα και ένας χωλός δούλος απίθωνε καταγής ένα κανάτι με νερό και το πανέ- ρι με τα ξερά ψωμιά. Για μας. Τα ζώα. Έπαιρνε η Πρόκνη το κομμάτι, το μούσκευε και ύστερα με ανάγκαζε να ανοίξω το στόμα. Γεύση από απελπι- σία. Να κρατηθώ στη ζωή γιατί; Εμένα ο κόσμος είχε τερματιστεί, δεν χρειαζόμουν την τροφή. Η Πρόκνη επέμενε. Αγρίευε όταν κρατούσα το στόμα κλειστό, με χάιδευε στο μάγουλο μόλις κατάπινα την μπουκιά. Εγώ την κοίταζα με αποστροφή. Κα- λύτερα να μην υπήρχε, να μην ήταν συνοδός μου · εύκολα τότε θα έσβηνε μέσα μου η όποια πνοή ζωής. Όμως αυτή πάντα εκεί, δίπλα μου: πιστή, τροφός, φίλη.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=