Ανάμεσα στα δάση και τα νερά

17 Ι Περνώντας τη γέφυρα Ίσως σταμάτησα πολλή ώρα στη γέφυρα . Οι σκιές συνάζονταν πάνω από τις ακτές της Ουγγαρίας και της Σλοβακίας και ο Δού- ναβης, που γοργοκυλούσε ανάμεσά τους μολυβένιος, έβρεχε τις αποβάθρες της παλιάς πόλης του Έστεργκομ, όπου σ’ έναν από- τομο λόφο η βασιλική υψωνόταν μέσα στο λυκόφως. Ο μεγάλος θόλος και τα δύο παλλαδιανά καμπαναριά, που τώρα ηχούσαν κοφτά, στηρίζονταν στο δακτύλιό της από κολόνες και κατό- πτευαν το τοπίο που σκοτείνιαζε για πολλές λεύγες. Ξάφνου η αποβάθρα και ο ανηφορικός δρόμος που περνούσε από το πα- λάτι του αρχιεπισκόπου ερήμωσαν. Το συνοριακό φυλάκιο βρι- σκόταν στο τέλος της γέφυρας, έτσι επιτάχυνα και πέρασα στην Ουγγαρία: οι άνθρωποι που το Μεγάλο Σάββατο είχαν συγκε- ντρωθεί στις όχθες του ποταμού είχαν ανηφορίσει στην πλατεία του καθεδρικού ναού, όπου τους βρήκα να σεργιανίζουν κάτω από τα δέντρα, συζητώντας παρέες παρέες όλο προσμονή. Οι στέγες κατηφόριζαν και χάνονταν στα χαμηλά, μετά δάσος και ποταμός και βαλτότοπος έλαμπαν αμυδρά στο τελευταίο φως του ήλιου. Ένας φίλος είχε γράψει στον δήμαρχο του Έστεργκομ: «Πα- ρακαλώ συνδράμετε αυτό τον νέο που πηγαίνει με τα πόδια στην Κωνσταντινούπολη». Έχοντας κατά νου να τον αναζητήσω την

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=