Ανάμεσα στα δάση και τα νερά

Π Α Τ Ρ Ι Κ Λ Η Φ Ε Ρ Μ Ο Ρ 22 τεντωμένο, απογειώνονταν σέρνοντας πίσω τα κατακόκκινα πό- δια τους. Στις άκρες των τεράστιων λευκών φτερούγων διακρί- νονταν μερικά μαύρα φτερά, και μετά με σταθερά και αγαληνά φτεροκοπήματα υψώθηκαν στον ουρανό πάνω από τις καστανιές και τα φυλλώματά τους ενώ τους ατενίζαμε προσηλωμένοι να απομακρύνονται. «Ωραία νύχτα επέλεξαν για να μετακομίσουν» είπε ο διπλανός μου. Εκτός από τις φλόγες των χιλιάδων κεριών που ήταν τοποθε- τημένα κατά μήκος των περβαζιών και τρεμόπαιζαν στα χέρια του πλήθους που περίμενε, στην πόλη δεν υπήρχε ούτε ένα φως. Οι άνδρες ήταν ασκεπείς, οι γυναίκες φορούσαν μαντίλες, και η λάμψη από τις χούφτες τους αντέστρεφε τη φωτοσκίαση της ημέρας, τονίζοντας τις γραμμές του σαγονιού και των ρουθου- νιών, σκαλίζοντας φωτεινά μισοφέγγαρα κάτω από τα φρύδια και αφήνοντας όλα όσα βρίσκονταν πέρα από αυτές τις φωτεινές μάσκες πνιγμένα στη σκοτεινιά. Ένα σιωπηλό δάσος από φλόγες κεριών κυκλοφόρησε στην πόλη: ο ένας δρόμος διαδεχόταν τον άλλο και μόλις η εμπροσθοφυλακή της λιτανείας ήρθε στην ευ- θεία όλοι γονάτισαν, για να ξανασηκωθούν μερικά δευτερόλεπτα μετά που είχε προχωρήσει. Μετά βρεθήκαμε ανάμεσα σε λαμπυ- ριστές σειρές λεύκες και κάθε τόσο η σεμνή μουσική διακοπτό- ταν. Όταν οι ψαλμωδίες σταμάτησαν για λίγο, το κουδούνισμα από τις αλυσίδες του θυμιατηριού και ο ήχος από την ποιμαντο- ρική ράβδο του αρχιεπισκόπου πάνω στο λιθόστρωτο ενώθηκε με το κόασμα εκατομμυρίων βατράχων. Αφυπνισμένοι από τις καμπάνες και τη μουσική, οι πελαργοί στην πόλη μετεωρίζονταν, περνούσαν μπροστά και κοιτούσαν αφ’ υψηλού τη μικρή σειρά των φώτων μας καθώς άρχισε να ανηφορίζει προς την εκκλησία. Η ένταση της στιγμής, οι ψαλμωδίες, η φλόγα των κεριών και το θυμίαμα, τα πουλιά που έκαναν κύκλους, η μυρωδιά των

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=