Αμνησία

F E D E R I C O A X A T 12 Στα πενήντα μέτρα από το σπίτι, σ’ ένα μονοπάτι που είχα περάσει αμέτρητες φορές ως παιδί κι άλλες τόσες ως ενήλικας, άκουσα την εκπυρσοκρότηση. Πάγωσα, έμεινα ασάλευτος, ξα- πλωμένος στο χώμα, με τη μεταλλική γεύση του αίματος στον ουρανίσκο. Ήταν πυροβολισμός; Μάλλον όχι, αλλά με την ταχύ- τητα που διαδραματίζονταν όλα πού να καταλάβεις; Προς τα εκεί έπεφτε το ακρωτήρι του ερπετού, όπως το αποκαλούσαμε από παλιά με τον αδερφό μου. Περίεργο, γιατί ως τότε όχι μόνο δεν είχα πάρει στα σοβα- ρά το ενδεχόμενο ότι μπορεί να σκότωσα εκείνο το κορίτσι αλλά ούτε καν μου περνούσε από το μυαλό ότι ο δολοφόνος μπορεί να εξακολουθούσε να κυκλοφορεί εκεί γύρω. Μεγάλη παράλειψη. Έπρεπε να ξεφορτωθώ το μπουκάλι και να επαναξιολογήσω την κατάσταση. Κάλυψα με χαλαρό βάδην τα κάπου τριακόσια μέτρα συνο- λικά που απέμεναν ως τη Γιούνιον Σκουέαρ. Στάθηκα στην άκρη του γκρεμού, η υδάτινη μάζα ήταν ένα μαύρο μάτι, που στο κέντρο της αντανακλούσε το φεγγάρι. Στην απέναντι όχθη, στην κορυφή ενός λόφου που μόλις διακρινόταν μέσα από τα δέντρα, έστεκε το εγκαταλειμμένο υδραγωγείο. Εκσφενδόνισα το μπουκάλι με όλη μου τη δύναμη, λες κι αυτό θα εξαφάνιζε το πρόβλημα. Η λίμνη το κατάπιε μ’ ένα πλοπ κι όλα ξανάγιναν όπως πριν. Αυτή τη νύχτα οι κουκουβά- γιες ήταν ιδιαίτερα ανήσυχες. Στεκόμουν εκεί, ειλικρινά χωρίς να έχω ιδέα τι να κάνω, το χείλος μου είχε αρχίσει να πρήζεται κι ήξερα ότι έπρεπε να επιστρέψω· υπήρχε ένα κορίτσι νεκρό στο σπίτι μου που άξιζε κάτι περισσότερο από έναν τύπο που το μόνο που τον απασχο- λούσε ήταν να μην αποκαλυφθεί ότι ξανακύλησε στο ποτό. Καθώς γύριζα, το μάτι μου κάτι έπιασε στην άλλη άκρη της

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=