Ακούω φωνές

Πεντέμισι βδομάδες Ηρθα εδώ για να κρυφτώ. Να γίνω ένα με τα κα- τακίτρινα στάχυα που στοιβάζουν οι αγρότες στα χωράφια, δίπλα στο δωμάτιο που νοικιάζω, για να γίνουν ζωοτροφές. Ενδέχεται να με έχει ήδη κατα- σπαράξει ο Λύκος, εμένα μαζί με άλλες τρεις, ξέρω γω, και να νομίζω πως ζω ακόμη. Κοιτάζω έξω από το παράθυρό μου κάθε μέρα και η άσπρη θάλασσα, η Σίκινος απέναντι, τα γλαροπούλια, τα πεύκα γερ- μένα από τον βοριά που λυσσομανάει τον χειμώνα, όλο το τοπίο μού φαίνεται σαν ξεθωριασμένη καρτ ποστάλ, σαν ξέπνοο, σαν να μη με ενδιαφέρει ή να μη με αφορά. Μέσα μου καίνε φωτιές. Έχω για παρέα ένα τζιτζίκι κολλημένο στο κυ- παρίσσι δίπλα στη βεράντα μου. Για να μην τρελα- θώ, του μιλάω. Του έχω βγάλει και όνομα: Το λέω Ζάκι. Είναι αρσενικοθήλυκο, δεν έχει φύλο, είναι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=