Αιχμηρά αντικείμενα

[ 24 ] ψυχρό, ακατάδεχτο ύφος, κάθονταν κάτωαπό τον ήλιο πάνωσε μια κουβέρτα για πικνίκ. Μου έδειξαν ένα από τα δασικά μονοπάτια και μου είπαν να το ακολουθήσω μέχρι να συναντήσω την ομάδα. «Τι γυρεύεις εδώ;» με ρώτησε η ομορφότερη από τις τέσσερις. Το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό της είχε τη στρογγυλάδα της προεφη­ βικήςηλικίαςκαι σταμαλλιάτηςήτανπλεγμέναχρωματιστάκορδελά­ κια, αλλά το στήθος της, που το τέντωνε περήφανα προς τα έξω, ήταν στήθοςώριμης γυναίκας.Τυχερήςώριμης γυναίκας.Μουχαμογέλασε σαν να με γνώριζε, πράγμα αδύνατον γιατί αυτή δεν πρέπει να πήγαι­ νεούτεκανσχολείοτηντελευταίαφοράπουείχαέρθει στοΓουίντΓκαπ. Μου φάνηκε γνωστή, ωστόσο. Ίσως να ήταν κόρη μιας από τις παλιές μου συμμαθήτριες. Η ηλικία ταίριαζε, αν κάποια απ’ αυτές είχε μείνει έγκυος με το που τελειώσαμε το σχολείο. Δεν ήταν απίθανο. «Ήρθα να βοηθήσω» είπα. «Μάλιστα». Χαμογέλασε με αυταρέσκειακαι έπαψε ναασχολείται μαζί μου στρέφοντας ξαφνικά όλη την προσοχή της στο ξεφλούδι­ σμα του βερνικιού από το μεγάλο νύχι του ποδιού της. Άφησα πίσω μου το τριζάτο καυτό χαλίκι και μπήκα στο δάσος όπου έκανε ακόμα περισσότερη ζέστη. O αέρας είχε την υγρασία της ζούγκλας. Χρυσόβεργες και θάμνοι γρατσούνιζαν τα γόνατάμου και αφράτα λευκά χνούδια από τις λεύκες πετούσαν παντού, έμπαι­ ναν στο στόμα μου, κολλούσαν στα μπράτσα μου. Όταν ήμουν παι­ δί τα λέγαμε «νεραϊδοφορέματα», θυμήθηκα ξαφνικά. Κάπου μακριά, άνθρωποι φώναζαν το όνομα της Nάταλι · οι τρεις συλλαβές κυμάτιζαν σαν τραγούδι. Άλλα δέκα λεπτά κοπιαστικής πεζοπορίας, και τους εντόπισα: καμιά σαρανταριά άνθρωποι που προχωρούσαν παραταγμένοι σε μακριές σειρές, σκαλίζοντας με ραβδιά τους θάμνους μπροστά τους.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=