Αίμα στο χιόνι + Περισσότερο αίμα (Μεταίχμιο Pocket)

[ 166 ] «Στην εκκλησία;» Έγνεψε καταφατικά. «Είναι ανοιχτή νυχτιάτικα;» Ο Ματίς έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. «Ξέρεις γιατί κανείς δεν κλέβει στο Κόσουν; Γιατί, εκτός από ταράνδους, δεν υπάρχει τίποτα να κλέψεις». Και μ’ έναν απρόσμενα χαριτωμένο πήδο ο μικρός, παχουλός ανθρωπάκος ξαναπέρασε το χαντάκι και ξεκίνησε να βαδίζει μες σταρείκια. Προς ταδυτικά. Σημείοαναφοράς μου είχα τον ήλιοστον βορρά και το γεγονός ότι οι εκκλησίες –σύμφωνα με τον παππού μου– έχουν το καμπαναριό τους πάντα προς τα δυτικά, οπουδήπο- τε στον κόσμο κι αν βρισκόσουν. Σκίασα τα μάτια μου και κοίταξα το έδαφος που απλωνόταν εμπρός του. Πού στον διάολο φανταζό- ταν ότι ήταν; Ίσως έφταιγε ο ήλιος που έλαμπε καταμεσής της νύχτας · ίσως ηαπό- λυτη ησυχία που επικρατούσε τριγύρω, μα κάτι το περίεργο έμοια- ζε ν’ απλώνεται πάνω απ’ το χωριό. Τα σπίτια έμοιαζαν χτισμένα με βιασύνη, χωρίς περίσκεψη κι αγάπη. Στέρεα φαίνονταν, δεν λέω, αλλά έδιναν την εντύπωση πως ήταν περισσότερο καταφύγια παρά κατοικίες. Πρακτικά. Ακατέργαστες επιφάνειες, έρμαια στον καιρό και στον αέρα. Παρατημένα κουφάρια αυτοκινήτων σε κήπους που δεν ήταν παρά περιφραγμένες συστάδες από σημύδες και ρείκια. Παιδικά αμαξίδια, πουθενά όμως παιχνίδια. Πολύ λίγα σπίτια είχαν κουρτίνες ήφιμέ τζάμια. Στα υπόλοιπα το γυμνό γυαλί αντανακλού- σε τον ήλιο, εμποδίζοντας τη θέα στο εσωτερικό. Σαν γυαλιά ηλίου κάποιου που θέλει να κρύψει την ψυχή του. Η εκκλησία ήταν όντως ανοιχτή. Ο ήλιος του μεσονυχτίου φώτι-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=