Αίμα στο χιόνι + Περισσότερο αίμα (Μεταίχμιο Pocket)

[ 163 ] αφιλόξενους τόπους. Για να κοκορευτούν για το σθένος τους, την ανωτερότητά τους, τη διορατικότητά τους να έρθουν ως εδώ, όπως ακριβώς κοκορεύονται πως τους αρέσουν διάφορες ακατανόητες μουσικές κι ηδυσνόητη λογοτεχνία. Κάποτε το ’κανα κι εγώ, σκεπτό- μενος ότι ίσως έτσι ν’ αντιστάθμιζα τις αδυναμίες μου, τα μελανά σημεία μου. Βέβαια, μπορεί να το λένε και για παρηγοριά σ’ αυτούς τους λίγους που αναγκάζονται να μείνουν εδώ πάνω: Μα είναι τόσο ωραία εδώ πέρα! Τι ωραίο βρίσκουν σ’ αυτό το επίπεδο, μονότονο, άγονο τοπίο; Σαν να βρίσκεσαι στονΆρη είναι. Μια κόκκινη έρημος, άσχημη κι ακατοίκητη. Το ιδανικό καταφύγιο. Ας ελπίσουμε. Τα κλαδιά σε μια συστάδα δέντρων μπροστά μου κινήθηκαν. Ένας άνθρωπος πήδηξε ξαφνικάπάνωαπό το χαντάκι και προσγειώ- θηκε στον δρόμο. Το χέρι μου πήγε αυτομάτως στο περίστροφο, αλλά σταμάτησα. Δεν ήταν δικός τους. Ο τύπος έμοιαζε περισσότε- ρο με γελωτοποιό που μόλις πήδηξε έξω από το κουτί του. «Καλησπέρα!» φώναξε. Με πλησίασε μ’ έναν περίεργο, κοντόσυρτο βηματισμό. Ήταν τόσο στραβοκάνης, που μπορούσα να δω ανάμεσα απ’ τα πόδια του τον δρόμο που συνέχιζε μέχρι το χωριό. Μα σαν με πλησίασε κατάλαβα ότι δεν φορούσε σκουφί γελωτοποιού στο κεφάλι, αλλά το παραδοσιακό καπέλο των Λαπώνων: μπλε, κόκκινο και κίτρινο. Μόνο τα κουδουνάκια τού έλειπαν. Φορούσε ανοιχτές δερμάτινες μπότες και το μπλε του μπουφάν είχε πάνω του κομμάτια από μαύ- ρη αυτοκόλλητη ταινία. Από διάφορες σχισμές ξεπηδούσε το εσω- τερικό υλικό, που έμοιαζε περισσότερο με μονωτικό υλικό παρά με φτερά. «Συγγνώμη που ρωτάω» μου είπε. «Αλλά ποιος είσαι του λόγου σου;»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=