Αίμα στις στάχτες

Α Ι Μ Α Σ Τ Ι Σ Σ Τ Α Χ Τ Ε Σ 9 «Κοίτα, Βάσω...» «Απλώς να μιλήσουμε, τίποτα παραπάνω». Παύση δική μου, ακόμα πιο διστακτική. Την πιάνει στον αέρα. «Γιατί δεν έρχε- σαι από τα Εξάρχεια για έναν καφέ για να τα πούμε από κοντά» ρωτάει. «Ξέρω ένα κρυμμένο μέρος, να τα πούμε με την ησυχία μας». Δεν ξέρω αν φταίει η λέξη «καφές» ή η περιέργειά μου, όμως η απάντησή μου είναι: «Τι ώρα;». «Γύρω στις έξι βολεύει;» «Ναι, μια χαρά». «Ωραία, τα λέμε στην πλατεία τότε! Φιλιά!» Με βγάζει από τον κόπο να απαντήσω και κλείνει. Κοιτάω το κενό. Το ταβάνι είναι στη θέση του, το υπόλοιπο δωμάτιο στο χάος του. Και εγώ στην άβυσσο, χωρίς βάρκα ή σανίδα. Μαζεύω τον Τάιμπο από το πάτωμα, έτσι για να παραστήσω τον τακτικό, και πάω στο μπάνιο. Μετά από το καυτό ντους σκουπίζω τον καθρέφτη και βλέπω τη φάτσα μου. Η ίδια ιστορία, μελαχρινός με καστανά μάτια, πυκνά μαλλιά και γένια, με μια ουλή στο αριστερό μου φρύδι. Αυτή δεν ήταν πάντα εκεί, πριν από τρία χρόνια ήρθε να μου επιβάλει την παρουσία της, άσχετα με τα πολλά ράμματα και τη μηδαμινή ψυχοθεραπεία. Κατεβάζω το βλέμμα μπροστά στη δυσάρεστη αντανάκλαση, όπως αποφεύγουμε κάποιον παλιό γνωστό στο μετρό. Γυρνάω στο δωμάτιο, φοράω μποξεράκι και μπλούζα και ανοίγω την μπαλκονόπορτα. Ο ήλιος γεμίζει όλο το δωμάτιο και το μόνο πράγμα που καταφέρνει είναι να δείξει τα πράγματα ως έχουν στο μικρό μου αχούρι, σαν φωτοβολίδα σε πεδίο μάχης. Δεν ήταν πάντα έτσι το σπίτι, τόσο ακατάστατο, με ελάχιστα έπιπλα και γεμάτο βιβλία ώστε να μην μπορώ να το ξεσκονίσω

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=