Οι μεσημβρινοί της ζωής: Άγνωστη χώρα (Μεταίχμιο Pocket)

[ 15 ] οπατέρας τουδεν γέλασε, άραδεν ήταν αστείο–, τακοιτούσε και του φάνταζαν γίγαντες μεταμορφωμένοι σε δέντρα, τόσοψηλά και φαρ- διά δέντρα δεν είχε ξαναδεί, τα «δικά τους», αυτά που ήταν έξω από το σπίτι τους, δεν ήταν και τόσο μεγάλα – «Είναι μικρά ακόμη» τον είχε διαφωτίσει η Ελβίρα «δεν είναι πάνω από τεσσάρων χρόνων». Έβαζε μετάστομάτι μιαβελανιδιά, την πιομεγάλη, την πιοπαχιά, και έκανε μερικές φιλότιμες προσπάθειες να μετρήσει ταφύλλα της, αδύνατον, να μετρήσει τα κλαδιά της, επίσης αδύνατον, να ανακα- λύψει πόσαπουλιά κάθονταν πάνωτους, πόσαπετούσαν γύρωτους, πόσα έρχονταν, πόσα έφευγαν. Κι όταν τελείωνε κι αυτό το παιχνίδι, έκανε αυτό που για ώρα απέφευγε: έριχνε μερικές κλεφτές ματιές στον πατέρα του, να δει αν είχε και πάλι το κεφάλι σκυμμένο, να δει αν είχε και πάλι εκείνη τη χαμένη έκφραση, την έκφρασηπου έδειχνε ότι δεν ήξερε πού βρισκόταν, την έκφραση που έδειχνε ότι ήθελε να βρίσκεται αλλού. Και τότε το παιδί πληγωνόταν. Δεν έκανε καλή παρέα στον πατέρα του; Γιατί ήθελε ναφύγει; Γιατί δεν του άρεσε να είναι μαζί; Μετά πρόσεχε καλύτερα το πρόσωπό του –πάντα με κλεφτές, λοξές ματιές–, η γραμμούλα στην άκρη των χειλιών του ήταν πιο έντονη, τα μάγουλα σαν πετρωμένα, ίδιο χρώμα και σκληράδα με τις πέτρες –πολύ θα ήθελε το παιδί να ακουμπήσει με το δάχτυλο το μάγουλό του, ναβεβαιωθεί, τομέτωπο χαρακωμένο, γραμμές γραμ- μές, και τα μάτια κλειστά. Αργότερα ανακάλυψε κάτι να γυαλίζει πάνω στις βλεφαρίδες τουμπαμπά του. Δενήταν ούτε οι στάλες της βροχής ούτε ηυγρασία, όπως του έλεγε, ήταν δάκρυα κανονικά, δάκρυαπου κρέμονταν από κει, από τις βλεφαρίδες, που κάποια αόρατη δύναμη τα κρατούσε ακίνητα και δεν έπεφταν, δεν κυλούσαν στα μάγουλα – όπως τα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=