Οι μεσημβρινοί της ζωής: Άγνωστη χώρα (Μεταίχμιο Pocket)

[ 14 ] να την ξεχωρίζει από την αρχή, δεν είχε καμία αμφιβολία, πήγαιναν κατευθείαν προς τα εκεί, στην τρίτη ή τέταρτη επίσκεψη το παιδί την έμαθε κι αυτό, κι ας μη διέφερε σε τίποτα από τις άλλες, ας ήταν απλώς μια γκρίζα πέτρα με κάτι σημαδάκια –«γράμματα» τα είχε πει ο μπαμπάς του–, όπως και όλες οι άλλες. Στέκονταν μπροστά στην «πέτρα τους», αφού πρώτα έβγαζαν τα καπέλα τους –στην αρχή ο πατέρας έβγαζε και του παιδιού, μετά έμαθε εκείνο να το βγάζει μόνο του μόλις πλησίαζε–, άφηνε το παιδί τα μοβ λουλουδάκια με τις κίτρινες καρδούλες στη ρίζα της πέτρας, στο σημείο όπου χωνό- ταν μέσα στο γρασίδι, και χάζευε τριγύρω και κυρίως τον ουρανό. Σ’ εκείνο το μέρος, εκείνες τις ώρες, ανακάλυψε τις αμέτρητες μορφές του ουρανού. «Μεγάλος και ατέλειωτος» ήταν οι πρώτες παρατηρήσεις του, σε σχέση με το μέγεθος. «Συννεφιασμένος και γκρίζος» ήταν η πιο συνηθισμένη εικόνα που έβλεπε, σε σχέση με το χρώμα. Σπάνια ο ουρανός εκείνος ήταν γαλάζιος, χωρίς σύννεφα, σπάνια δεν έβρεχε. Όταν βαριόταν να κοιτάει τον ουρανό και τα σύννεφα, χαμήλω- νε τοβλέμμα, εξέταζε τα ζουζούνιαπάνωστο χορτάρι καθώς έκαναν έφοδο στα μοβ λουλουδάκια του, εκείνα με τις κίτρινες καρδούλες, τα έδιωχνε με τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού, το άλλο παρέ- μενε κλεισμένομέσαστημαλακή χούφτα του πατέρα του, που τώρα δεν του έκανε νοήματα, δεν το έσφιγγε και το ξέσφιγγε, το κρατού- σε συνέχεια σφιγμένο, σαν να ήθελε να πάρει δύναμη και κουράγιο από τη μικροσκοπική χουφτίτσα, από τα λεπτά δαχτυλάκια, ακόμα και από τα κοντοκομμένα απαλά νυχάκια. Ύστεραέριχνε τοβλέμματουσταψηλάδέντρα–«Βελανιδιές», του είχε πει την πρώτη φορά ο μπαμπάς όταν τον ρώτησε, «Ίδια με αυτά έξω από το σπίτι μας!» χάρηκε το παιδάκι, αλλά του κόπηκε το γέλιο,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=