Οι μεσημβρινοί της ζωής: Άγνωστη χώρα (Μεταίχμιο Pocket)

[ 13 ] μέσα σε ένα τόσο μικρό λουλουδάκι...Το άλλο του χέρι, το δεξί, ήταν βυθισμένο σε ένα αντρικό χέρι, μεγάλο, απαλό και ζεστό. Κούρνια- ζε εκεί μέσα το δικό του, χάιδευε αφηρημένα κάθε γραμμούλα της παλάμης, που την ανακάλυπτε τρίβοντας πάνω κάτω το μικρό του, ανήσυχο δαχτυλάκι, και δεν το άφηνε ούτε ένα λεπτό. Στιγμές στιγ- μές, το μεγάλο χέρι έσφιγγε το δικό του μια δυο φορές, σημάδι ότι «Φτάσαμε» ή «Μη σε νοιάζει» αν τα άλογα κάλπαζαν πιο γρήγορα απ’ ό,τι συνήθως, «Ας φεύγουμε τώρα» ή «Πάμε παρακάτω», αν χά- ζευαν καμιά βιτρίνα. Ήξερε επίσης ότι το σφίξιμο αυτό, το συνθη- ματικό, σήμαινε και «Σ’ αγαπώ». Αυτό ήταν το πιο συχνό – έτσι το μετέφραζε ο ίδιος ∙ δεν μιλούσαν τα σφιξίματα, αλίμονο, αλλά ήξερε πολύ καλά πως έτσι ήταν, «Σ αγαπώ» σήμαινε. Κατέβαιναν μετά από την άμαξα, ο μπαμπάς του πηδούσε από το σκαλί, έκανε πως χαμογελούσε, όμως αυτός ήξερε καλά εκείνη τημικρή γραμμούλα–δεν ήξερε ακόμηότι λέγεται ρυτίδα–, τη γραμ- μούλα στην άκρη των χειλιών του που εμφανιζόταν πάντα εκείνη την ώρα – την ώρα που πηδούσε από την άμαξα. Πατούσαν πάνω στο γρασίδι –πάντα πράσινο και πάντα περιποιημένο–, και τα βή- ματά τους βούλιαζαν, φιμωνόταν οήχος, έσβηναν και οι πατημασιές, το χορτάρι ξαναγύριζε στη θέση του μόλις σήκωνε πάλι το ποδαρά- κι του για να κάνει το επόμενο βήμα. Διήνυαν έτσι μια απόσταση που στην αρχή τού φαινόταν μεγάλη, τεράστια, αργότερα, όταν έμαθε να μετράει, την υπολόγιζε στα πενήντα δυο βήματα –βήματα κανονικά, του πατέρα του, που αυτός τα έκανε με τα πόδια τεντω- μένα, για να συναγωνιστεί τον άντρα– και αργότερα του φαινόταν μια απόσταση μικρή, σχεδόν ελάχιστη. Ύστερα στέκονταν για λίγο μπροστά στην «πέτρα τους», ίδια γκρίζα και στρογγυλή με τις υπόλοιπες, μόνο ο πατέρας του ήξερε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=