Οι μεσημβρινοί της ζωής: Άγνωστη χώρα (Μεταίχμιο Pocket)

[ 12 ] Φιλιά από τον ουρανό Ν έα Υ όρκη Θ υμόταν αμυδρά ένα τεράστιο λιβάδι, σπαρμένο με καταπρά- σινο γρασίδι μέχρι εκεί όπου έφτανε το μάτι του, και μερικές μεγάλες γκρίζες πέτρες με στρογγυλεμένηράχηκαι πάνωτους γράμ- ματα. Το μέρος ήταν πολύ ωραίο, γαλήνιο και πάντα το ίδιο. Αδια- σάλευτη η τάξη, τα δέντρα θαρρείς και ήταν ακίνητα, τα πουλιά μουγκά, τα νερά από τις μαρμάρινες βρύσες κυλούσαν σιωπηλά. Οι άνθρωποι –άλλες φορές ήταν πολλοί, τις περισσότερες όμως νόμιζε πως ήταν μόνοι οι δυο τους– έμοιαζαν ελάχιστοι και μικρο- σκοπικοί μέσα σ’εκείνο τον αχανή χώρο και μιλούσαν χαμηλόφωνα, περπατούσαν αργά, λες και δεν ήθελαν να ενοχλήσουν στο παρα- μικρό αυτούς που δεν μπορούσε να τους ενοχλήσει τίποτα πια. Στο μέρος εκείνο πήγαιναν με άμαξα – ήταν κάμποσο μακριά από το σπίτι τους, ή έτσι του φαινόταν. Στο ένα του χέρι θυμάται ότι πάντα κρατούσε ένα μικρό μπουκέτο λουλούδια, κάτι μοβ λουλου- δάκια με μια κίτρινη καρδούλα στο κέντρο, που την περιεργαζόταν κάθε φορά με το ίδιο ενδιαφέρον: ένα φουσκωτό, έντονα κίτρινο μαξιλαράκι, μικρό όσο ένα σεντ, και από μέσα του να ξεφυτρώνουν πάρα πάρα πολλές κεραίες, λεπτές όσο μια κλωστή, ίσως και λεπτό- τερες, και να καταλήγουν σε ένα τριχωτό κεφαλάκι, το ίδιο κίτρινο, το ίδιο ζωηρό, το ίδιο αυθάδικο. Αισθανόταν το μυστήριο της κίτρι- νης καρδούλας να τον μαγεύει περισσότερο από τον μυστηριώδη χώρο όπου πήγαιναν – τόσο φουσκωτό μαξιλαράκι, τόσο ωραίο κίτρινο, τόσο πολλές κεραιούλες, τόσα τριχωτά κεφαλάκια, και όλα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=