Οι μεσημβρινοί της ζωής: Άγνωστη χώρα (Μεταίχμιο Pocket)

[ 23 ] Κι έτσι πέρασαν τα πρώτα χρόνια, μεγάλωσε το παιδί, πήγε στο σχολείο, έμαθε να διαβάζει, και μια Κυριακή, εκεί που ακουμπούσε τα μοβ λουλουδάκια στη ρίζα της γκρίζας πέτρας: −Α-γα-πη-μέ-νησύ-ζυ-γος και μη-τέ-ρα, Κέ-ρι Α-δά-μου, η-λι-κί-α 28! συλλάβισε ενθουσιασμένος που τα κατάφερε, ενώ από παραδί- πλα μια κυρία με λευκά μαλλιά στράφηκε ξαφνιασμένη προς τη μεριά τους. − Σσσσς! του έκανε ο πατέρας του. Ωραία... το διάβασες... μπρά- βο σου... Ήθελε να χοροπηδήξει ο μικρός, αλλά κάτι –και όχι το χέρι του πατέρα του, αυτό πια του άφηνε μια σχετική ελευθερία–, κάτι από μέσα του, τον συγκράτησε, κι ας μπορούσε πια να διαβάζει, κι ας είχε μάθει να διαβάζει τέλεια – γιούπιιι! Κι όταν γύρισαν εκείνη τη μέρα στο σπίτι, μετά το ζαχαροπλα- στείο, τησοκολάτακαι την κερασόπιτα, μπήκανμαζί στοσαλόνι –δεν χρειάστηκε να πάει κρυφά ο μικρός–, τον πήρε και πάλι απ’ το χέρι ο πατέρας του, στάθηκαν μπροστά στο τζάκι, κοίταξαν μαζί το πορ- τρέτο, και ο πατέρας τού είπε σοβαρός: – Αγόρι μου, ίσως θα ’πρεπε να σου πω κάποια πράγματα για τη μαμά σου... Έσκυψε το κεφαλάκι του εκείνος, αχ, πόσο ήθελε να ακούσει για τη μαμά του, πόσες φορές θέλησε να ρωτήσει, να μάθει πώς γίνεται νααφήνεις κάποιον που αγαπάς και ναπηγαίνεις στον ουρανό, όπου σίγουρα θα έχει πολύ κρύο και θα φυσάει συνέχεια, να μάθει αν τον μάλωνε, αν τον νανούριζε, αν τον φιλούσε προτού κοιμηθεί, να μάθει, να μάθει τα πάντα, να λύσει τις απορίες του. − Σ’ακούω, μπαμπά, είπε σοβαρός – ήταν μεγάλος πια, ήξερε να διαβάζει.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=