Οι μεσημβρινοί της ζωής: Άγνωστη χώρα (Μεταίχμιο Pocket)

[ 22 ] άποψή του–, αφού συνέχιζε να έχει το ίδιο αχνό χαμόγελο, το χαμό- γελο που λαμπύριζε και στα πράσινα της μάτια και στις άκρες των χειλιών της, ενώ κανονικά θα έπρεπε να ήταν κι αυτή λυπημένη. Θύ- μωνε τότε τοπαιδί, θύμωνεκαι ήθελε ναφωνάξει «Είσαι άσχημη! Είσαι άσχημη!», μιαεικόναείχεμπροστά του, απόαυτήμόνο τηγνώριζε και σ’αυτήνμπορούσεναμιλήσει μονάχα, ήθελενατηςπει ναμηχαίρεται, να μη χαμογελάει, γιατί ήταν άσχημη, πιο άσχημη μαμά δεν είχε ξα- ναδεί. Και μετά τον έπαιρναν και τον ίδιο κάτι βουβά κλάματα και κάτι στεγνάδάκρυα, και έκλαιγε γιατί ημανούλατουήταν τόσοόμορ- φη, όσο καμία μάνα συμμαθητή ή φίλου του, όσο καμία φίλη ή συ- νεργάτιδα τουπατέρα του – ήταν όμορφημε ταμακριά κόκκιναμαλ- λιά της, που σκέπαζαν τους ώμους και το αριστερό της στήθος, ήταν όμορφη με τα τεράστια μάτια της, που φάνταζαν στο μυαλό του σαν δυοάγουρααμύγδαλα, ήταν όμορφημε τοφουστάνι στο χρώμα του δαμάσκηνου, που άφηνε να φαίνεται ο λευκός, μακρύς λαιμός της, ένα εξίσου λευκό ντεκολτέ με μικρό στήθος και μια λεπτή μέση. Κάπου εκεί συνήθως τον αντιλαμβανόταν ο πατέρας του, γιατί κλοτσούσε καμιά καρέκλα ή χτυπούσε το χέρι του στο στήθος, να πάψει να κλαίει, να σταματήσει, τότε λοιπόν τον καταλάβαινε ο πα- τέρας του, άφηνε το ποτήρι στο τραπέζι, ερχόταν κοντά του, τον έκλεινε στην αγκαλιά του, πιο σφιχτά απ’ ό,τι του κρατούσε το χέρι στις εξορμήσεις τους στο νεκροταφείο, και τον κρατούσε έτσι για ώρα, λέγοντας του «Μη λυπάσαι, εσύ μη λυπάσαι. Η μαμά σε κοι- τάει από κει πάνω και σ’ αγαπάει, σ’ αγαπάει πολύ». Και έμενε το παιδί μέσα στην αγκαλιά του πατέρα, ενώ θα ήθελε να βγει, να τον τραντάξει και να τον ρωτήσει: Αυτός γιατί λυπόταν; Αυτόν δεν τον κοιτούσε εκείνη από ψηλά; Δεν τον αγαπούσε πολύ; ***

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=