Οι μεσημβρινοί της ζωής: Άγνωστη χώρα (Μεταίχμιο Pocket)

[ 21 ] και όσο μπορούσε πιο αθόρυβα στο μεγάλο σαλόνι, εκεί όπου γνώ- ριζε πολύ καλά πως θα ήταν και ο πατέρας του και όπου υπήρχαν όλοι εκείνοι οι μεγάλοι βελούδινοι καναπέδες, όπου κανείς δεν κα- θόταν πια, όλες εκείνες οι καρέκλες γύρω από ένα μακρύ τραπέζι, όπου κανείς δεν έτρωγε πια, και τοθεόρατοκρυστάλλινοκηροπήγιο, που δεν άναβε, δεν έλαμπε, δεν φώτιζε πια. Τον έβρισκε να στέκεται όρθιος απέναντι από το μαρμάρινο, μονίμως σβησμένο τζάκι, με ένα ποτήρι στο χέρι, γεμάτο από ένα ποτό που ούτε χρυσό μπορούσε να το πει αλλά ούτε και καφέ, με το ποτό λοιπόν αυτό στο χέρι τον έβρισκε να κοιτάει τη ζωγραφιά της γυναίκας του, της μάνας του παιδιού, της μάνας που δεν είχε γνωρί- σει, δηλαδή την είχε γνωρίσει, αλλά δεν τη θυμόταν, καθώς εκείνη είχε πεθάνει όταν ο ίδιος δεν ήταν καλά καλά δύο χρονών. Μερικές φορές ο πατέρας του τον αντιλαμβανόταν αμέσως, με- ρικές φορές τον καταλάβαινε πολλή ώρα αργότερα, αν κατά λάθος έκανε κάποιο θόρυβο –σπρώχνοντας καμιά καρέκλα, ας πούμε–, μερικές φορές δεν τον έπαιρνε χαμπάρι, εξαρτιόταν από τη στάθμη του ποτού μέσα στο ποτήρι και από την απροσεξία του αγοριού. Τις φορές λοιπόν που ο άντρας ήταν βυθισμένος στα όνειρά του –ήταν σίγουρος ο μικρός ότι ο πατέρας του ονειρευόταν με ανοιχτά τα μάτια–, έστεκε κι εκείνος σε μια γωνιά, πίσω και πλάι από το μεγά- λο, βουβό πιάνο, έστεκε ακίνητος και παρατηρούσε τη ζωγραφιά, το πορτρέτο, την κοιτούσε και προσπαθούσε, παρακαλούσε –μάταια, όπως είχε αποδειχτεί– να ζωντανέψει τη μάνα του, να την κάνει να βγει από τη ζωγραφιά, να κατέβει από το τζάκι, να κατέβει και να απολογηθεί γιατί είχε φύγει, γιατί είχε παρατήσει τον μπαμπά του και τον ίδιο και τώρα ήταν πάντα λυπημένοι. Ημαμά του όμως παρέμενε ακίνητη μέσα στην κορνίζα, ακίνητη και ευχαριστημένη –κατά την

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=