Οι μεσημβρινοί της ζωής: Άγνωστη χώρα (Μεταίχμιο Pocket)

[ 20 ] μητρική του, τα ελληνικά. Ο μικρός δεν καταλάβαινε παρά μόνο λίγες λέξεις, ήταν περίεργοι οι ήχοι και η γλώσσα είχε μια γρηγορά- δα, μια βιασύνη, όπως και αυτή που μιλούσε η Ελβίρα με τον άντρα της, αλλά δεν ήταν τραγουδιστή, όπως εκείνων, άσε που και ο ίδιος καταλάβαινε σχεδόν τέλεια τα ισπανικά. Καθόταν λοιπόν ήσυχα ήσυχα, χάζευε τι συνέβαινε γύρω του, άκουγε με το ένα αυτί τη μουσική, με το άλλο τις κουβέντες, έγλειφε το κουταλάκι, αργομασούσε το γλυκό ή έπαιζε με τα υπολείμματα της σοκολάτας στο φλιτζάνι του, κάνοντας σχέδια, γραμμούλες και μικρά γράμματα, το δικό του, J, του πατέρα του, S, και της πεθαμένης μάνας του, Κ – ήταν τα πρώτα πρώτα γράμματα που είχε μάθει, κι ας μην πήγαινε ακόμη στο σχολείο. Και καθόταν έτσι ήσυχα και σοβα- ρά μέχρι τη στιγμή που ο πατέρας του του κούμπωνε το μαύρο παλτουδάκι, του φορούσε το καπέλο και του σκλάβωνε; ασφάλιζε; πάλι το δεξί του χέρι μέσα στο δικό του. Τότε και οι άλλοι κύριοι, οι «συμπατριώτες», τον χάιδευαν λυπημένοι στο κεφάλι, πάνω στα κόκκινα μαλλιά, και του έλεγαν ψευτογελώντας «Good boy, good boy...» με κακή προφορά. Φτάνοντας στο σπίτι, ένα σπίτι μεγάλο, με πολλά δωμάτια και ακόμα περισσότερα έπιπλα, έτρεχε το παιδί στην αγκαλιά της Ελβί- ρας, που ήταν πάντα ανοιχτή γι’ αυτόν, και μύριζε το φαγητό της Κυριακής, συνήθως ροσμπίφμε πατάτες, μερικές φορές κοτόπουλο τηγανητό, σπάνια αρνάκι στον φούρνο – ο πατέρας του έπρεπε να την παρακαλέσει πολύ για να του φτιάξει το φαΐ της πατρίδας του, η γυναίκα λυπόταν τα μικρά αρνάκια, έκλαιγε όσο το μαγείρευε. Πήγαινε μετά στο δωμάτιό του και άλλαζε ρούχα –δεν άντεχε το μαύρο κουστουμάκι με τη σφιχτή γραβάτα–, έβαζε τα «ρούχα του παιχνιδιού», όπως τα λέγανε με την νταντά του, και τρύπωνε κρυφά

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=