Οι μεσημβρινοί της ζωής: Άγνωστη χώρα (Μεταίχμιο Pocket)

[ 19 ] μιας τρομπέτας που έπαιζε διακριτικά σε μια γωνία ένας άντρας, κι αυτός μαύρος. Παράγγελναν ζεστή σοκολάτα με κρέμα για τον ίδιο, καφέ για τον πατέρα, και ύστερα εκείνος άνοιγε ένα τεράστιο χαρτί –«κατά- λογο» το λέγανε–, το διάβαζε σκεφτικός για αρκετή ώρα και μετά άρχιζε τις ερωτήσεις: «Θέλεις κέικ βουτύρου; Μηλόπιτα; Κέικ σοκο- λάτας; Λεμονόπιτα ή κερασόπιτα;» Τοπαιδί, λεπτόκαι λιγόφαγο, εκείνες τις στιγμές είχε μια τεράστια λαιμαργία, που την εξαντλούσε στην πρώτη μικρή μπουκιά. Όμως στο μέρος αυτό με τις μυρωδιές και τις μουσικές, στο μέρος που ήταναποκλειστικάγιαμεγάλους και σχεδόναποκλειστικάγιαάντρες, εδώήθελε να ταφάει όλα, να ταδοκιμάσει όλα. Παράγγελναν λοιπόν συνήθως τρία γλυκά, το ένα οπωσδήποτε κέικ με κομμάτια σοκολά- τας και τα άλλα δύο ανάμεσα σε μηλόπιτα ή κερασόπιτα ή λεμονό- πιτα ή ξεροψημένα μπισκοτάκια. Το μενού συμπληρωνόταν με πα- γωτό το καλοκαίρι, ένα παγωτό που προσφερόταν καμαρωτό κα- μαρωτό σε μεγάλο σκαλιστό μπολ και έπρεπε να καταναλωθεί γρήγορα, γιατί αμέσως ζεσταινόταν, άλλαζε σχήμα και έχανε κάθε μεγαλοπρέπεια. Ορμούσαν τότε με δύο κουτάλια συγχρόνως πατέ- ρας και γιος, ορμούσαν να γλιτώσουν την αξιοπρέπεια του περήφα- νου παγωτού προτού λιώσει. Τότε, εκείνες τις στιγμές, τις στιγμές της συνενοχής και της συνεργασίας, έβλεπε τοαγόρι τον πατέρα του να γελάει, να λάμπουν τα μάτια του, να ξαναγίνεται ένα μικρό, χα- ρούμενο αγόρι. Και λυπόταν που δεν ήταν πάντα καλοκαίρι, να πα- ραγγέλνουν παγωτό και να γίνεται ευτυχισμένος ο μπαμπάς του. Όσοομικρός ρουφούσε τησοκολάτα, δοκίμαζε το γλυκόή έγλει- φε απολαυστικά το παγωτό από το κουταλάκι, άκουγε τον μπαμπά του να συνομιλεί με διάφορους γνωστούς σε μια άλλη γλώσσα, τη

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=