Οι μεσημβρινοί της ζωής: Άγνωστη χώρα (Μεταίχμιο Pocket)

[ 18 ] τόσο ανάλαφρος που πίστευε πως ήταν διαφανής, στεκόταν στο στρωμένο με γκρίζες πλάκες –ίδιες μ’ εκείνες του νεκροταφείου– πεζοδρόμιο και περίμενε να κατέβει και ο μπαμπάς του. Τον έβλεπε να βγαίνει με το μέτωπο ζαρωμένο, ξεδίπλωνε το ύψος του μόλις περνούσε από την πορτούλα της άμαξας, στεκόταν στητός και κοιτούσε ένα γύρο – ήταν όμορφος ο μπαμπάς του, ψη- λός, πιο ψηλός απ’ όλους τους μπαμπάδες που ήξερε, είχε όμορφα καστανόξανθα μαλλιά, που σχημάτιζαν μπούκλες στο πίσω μέρος, μάτια μεγάλα, με ένα περίεργο χρώμα, πιο πολύ γκρίζα παρά γαλά- ζια, και ένα ωραίο, λεπτό, περιποιημένο μουστάκι πάνω από το όμορφο στόμα του με τα φαρδιά χείλη, που τώρα είχαν σχεδόν ξαναγίνει τόσοκόκκιναόσοπάντα.Μετάσκουντούσε, εξοικειωμένος –όταν δεν προλάβαινε να τους ανοίξει ο νέγρος με το παράξενο σακάκι, τη λιβρέα όπως του είχε πει ο πατέρας του–, τη στριφογυ- ριστή γυάλινη πόρτα, που του φαινόταν βαριά, χίλια κιλά, και έριχνε πίσω του μια ματιά, μία μόνο, για να σιγουρευτεί ότι τον ακολουθού- σε ο πατέρας του. Μόλις έμπαινε στο ζαχαροπλαστείο με τους δερμάτινους κανα- πέδες, τους μεγάλους καθρέφτες, τους κρυστάλλινους πολυελαίους, τους σερβιτόρους με τα μαύρα σακάκια και τις μακριές ριγέ ποδιές, τον συνέπαιρναν οι μυρωδιές από τους αχνιστούς καφέδες, τις καυτές σοκολάτες και τις φρέσκες μηλόπιτες, τα αρώματα από τις πίπες και τα πούρα που κάπνιζαν σχεδόν όλοι οι άντρες, τον συνέ- παιρναν οι ήχοι από τα βαριά πιρούνια που αντάμωναν βιαστικά τα κρυστάλλινα πιατάκια, από τα ποτήρια που ακουμπούσαν στα μαύ- ρα ξύλινα τραπέζια ή τσούγκριζαν με άλλα στον αέρα και χαιρετού- σαν με «Cheers!» και «Santé!», τον συνέπαιρναν και τα λόγια, οι κουβέντες, οι συζητήσεις καθώς πλανιόνταν μαζί με τους ήχους

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=