Οι μεσημβρινοί της ζωής: Άγνωστη χώρα (Μεταίχμιο Pocket)

[ 17 ] και το πρόσωπό του, θα γίνονταν πάλι κόκκινα τα χείλη του, θα γέ- μιζε το βλέμμα του, θα έλαμπε πάλι όσες φορές κοιτούσε τον γιο του, μπορεί και να χαμογελούσε. Αυτό σπάνια συνέβαινε μέσα στην άμαξα. Συνήθως του χαμογε- λούσε αργότερα, την ώρα που έπινε καφέ, που έτρωγαν το γλυκό τους, εκτός κι αν το παιδί σκαρφιζόταν κάτι χαριτωμένο, κάτι έξυπνο και το ξεφούρνιζε. Δεν μπορούσε όμως πάντα να το κάνει, γιατί και η δική του η καρδιά ήταν παγωμένη, όπως οι κίτρινες καρδούλες στα λουλουδάκια όταν χιόνιζε, παγωμένη και σφιγμένη, και δεν μπορούσε κάθεφοράνασκεφτεί κάτι έξυπνο, όλοχαζά τού έρχονταν στο μυαλό, τα άκουγε ο πατέρας του, δεν τον μάλωνε, ποτέ δεν του είπε «Μη λες ανοησίες», τα άκουγε με προσοχή, και μετά έστρεφε το βλέμμα έξω από το παράθυρο και κοιτούσε το τοπίο, ίσως χύνο- ντας το στερνό –για εκείνο το πρωινό– δάκρυ. Σκεπασμένος με το καρό κουβερτάκι –σχεδόν πάντα είχε κρύο–, άκουγε τον πατέρα του με άχρωμη φωνή να λέει στον αμαξά –που σχεδόν πάντα ήταν νέγρος– το όνομα και τη διεύθυνση του ζαχα- ροπλαστείου όπου πήγαιναν πάντα μετά το νεκροταφείο, κάθε Κυ- ριακή πρωί, ανεξάρτητα από την εποχή, από τότε που το παιδί θυ- μόταν τον εαυτό του. Διέσχιζαν για πολλή ώρα τη μεγάλη λεωφόρο που πήγαινε πα- ράλληλα με το αγριεμένο ποτάμι, ύστερα έστριβαν αριστερά, πιο αριστερά τους ήταν το μεγάλο πάρκο, κι εκεί απέναντι, στη γωνία, βρισκόταν ο τόπος της χαράς, η αποζημίωση του μικρού για το πρωινό ξύπνημα, το σφίξιμο στην καρδιά, το μουδιασμένο δεξί χέρι, το μπερδεμένο από πουλιά, φύλλα, κλαδιά και ζουζούνια μυα- λουδάκι. Πηδούσε τότε χαρούμενος από την άμαξα –μόλις προ ολίγου είχε ελευθερωθεί το χέρι του–, πηδούσε και αισθανόταν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=