Οι μεσημβρινοί της ζωής: Άγνωστη χώρα (Μεταίχμιο Pocket)

[ 16 ] δικά του δάκρυα, ας πούμε. Ομπαμπάς του έκλαιγε, και το παιδί δεν ήξερε κανέναν άλλο πατέρα που να το έκανε αυτό. Ύστερα, αφού είχε παρατηρήσει για κάμποσο τον ουρανό, αφού είχε κυνηγήσει με το βλέμμα όλα τα βιαστικά σύννεφα, αφού είχε κάνει προσπάθειες να μετρήσει τα φύλλα, τα κλαδιά, τα ανήσυχα πουλιά, τα περίεργα ζουζούνια, ο πατέρας του σήκωνε επιτέλους το κεφάλι, τον κοίταζε με μάτιαπου έμοιαζαν ναμην τον αναγνωρίζουν, κουνούσε τα χείλη του με το ζόρι, πέφταν τα γράμματα από μέσα βγάζοντας λυγμούς και σχημάτιζαν δύοφράσεις: «Πάμε, αγόρι μου. Πες αντίο στη μαμά». Τις άρπαζε τότε το παιδί τις λέξεις, τις έχωνε βιαστικά στα αυτιά του, μην και τολμήσει κανείς να του τις πάρει πίσω, όχι ο πατέρας του, αυτός ποτέ δεν του έλεγε ψέματα, μην του τις πάρει κανένας άλλος, κανένας κακός, και αναγκαστεί να μείνει κι άλλη ώρα μπροστά σ’αυτή την πέτρα, σ’αυτό το νεκροταφείο, έλε- γε «Γεια σου, μανούλα» βιαστικά και τραβούσε απαλά τον μπαμπά του απ’ το χέρι. Έπειτα επέστρεφαν αργά αργά στην άμαξα, η ίδια μακρινή από- σταση, τα ίδια πενήντα δύο βήματα, μια στάλα δρόμος αργότερα, τους άνοιγε ο ξυλιασμένος από το κρύο ή ιδρωμένος από τη ζέστη –ανάλογα την εποχή– αμαξάς την πόρτα, πηδούσε το παιδί μέσα, κάνοντας την άμαξα να τραντάζεται, κι ας ήταν μικρό το βάρος του, κι ας ήταν μια πιθαμή το μπόι του, η άμαξα κουνιόταν από τη χαρά και την ανακούφισή του, που ήταν τεράστιες. Ανέβαινε μετά και ο μπαμπάς του –ακόμηαπέφευγε να τον κοιτάξει σταμάτια–, καθόταν δίπλα του σαν κοκαλωμένος, πρόσωπο, σώμα, ρούχα, όλα κοκαλω- μένα, ούτε το χέρι του δεν μπορούσε να τραβήξει μέσα από τη χού- φτα του το παιδί, που περίμενε καρτερικά, έπειτα από τόσο καιρό ήξερε πια ότι σε λίγο ο μπαμπάς θα χαλάρωνε, θα ξέσφιγγε το χέρι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=